6 Ιουνίου 2011

1986-2011, 25 χρόνια ελληνικό ορεινό τρέξιμο. (Μέρος Γ: 1987-1998 Τα πέτρινα χρόνια)

Όλυμπος 1990: Ο Α.Σπύρου σε ανάβαση ταχύτητας
Με τον «Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου», μια σελίδα άνοιξε αλλά και έκλεισε ξαφνικά, την επόμενη μέρα! Λίγο καιρό μετά τις 6 Ιουλίου του 1986, ελάχιστοι έδειχναν να έχουν επηρεαστεί βαθειά απ το γεγονός. Εκείνους που μπόρεσα να βρω και να κουβεντιάσω, περισσότερο ήθελαν να ξεχάσουν παρά να θυμούνται. Η ζέστη κι ο πόνος που είχαν βιώσει, τους έδιωχναν μακριά από συναισθήματα νοσταλγίας. Οι άνθρωποι της διοργάνωσης κι εκείνοι μάλλον δεν είχαν και ιδιαίτερη διάθεση για να ανοίξουν την κουβέντα για το αύριο του αγώνα. Αν και πρωτοφανές το μέγεθος της καινοτομίας για την εποχή, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει ούτε καν την ορειβατική κοινότητα. Ήταν προφανές ότι το γεγονός ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή για την Ελλάδα, αφού ελάχιστους διαπέρασε η αύρα της ιδέας του νέου αθλήματος. Λίγους μήνες μετά, κανένας δεν συζητούσε για τον αγώνα-άθλημα, που τάραξε τα νερά, τον Ορειβατικό Μαραθώνιο! Το άθλημα έγινε συνώνυμο του αγώνα και για πολλά χρόνια, έτσι θα ήταν γνωστό το ορεινό τρέξιμο στην Ελλάδα, ως «ορειβατικός μαραθώνιος»!


Το επόμενο διάστημα μετά τον αγώνα του 1986, κατάλαβα ότι μάλλον ήμουν ένας ρομαντικός και τίποτα παραπάνω. Ήμουν ο μόνος που άρχισε να ψάχνει για τα αποτελέσματα του αγώνα και για οποιαδήποτε στοιχεία θα μπορούσαν να καταγράψουν την ιστορία του γεγονότος, που έσβηνε στη λήθη με την ταχύτητα που εμφανίστηκε. Χτύπησα την πόρτα του ΕΟΣ Θεσσαλονίκης, που έστησε τον αγώνα, για να βρω τα στοιχεία. Έφυγα με απογοήτευση και θυμό. Μου μίλησαν με λόγια που θεώρησα ως απαξία για την προσπάθεια των αθλητών και για το άθλημα. Το βαθύτερο όμως συμπέρασμα ήταν η μοναξιά που ένιωθα για τον εαυτό μου και τη μικρή μας παρέα. Όπως και για το αύριο του αγώνα. Το 1986 μια καλή ορειβατική εξόρμηση ενός συλλόγου, είχε για τον μέσο άνθρωπο του βουνού μεγαλύτερη αξία από τον αγώνα εκείνου του καλοκαιριού, που είχε να κάνει με κάτι παλαβούς με σορτσάκια και «ελβιέλες», που μόλυναν τα ιδανικά της ορειβασίας με το να τρέχουν στα βουνά. Το τοπίο ήταν χαμένο στην ομίχλη και δεν υπήρχε μπούσουλας. Το ξεκίνημα του ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα ήταν οδυνηρό, όπως η έξοδος του βρέφους απ την κοιλιά της μάνας του στον κόσμο. Εκείνο το καλοκαίρι ζούσαμε το κλάμα του νέου κόσμου.

Ο καιρός πέρασε γρήγορα και αφού ταξίδεψα στις Άλπεις στο πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, γνωρίζοντας συναρπαστικές στιγμές, ήρθε η ώρα να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου, πηγαίνοντας να υπηρετήσω για δύο χρόνια τη μητέρα-πατρίδα… Σαστισμένος στη νέα πραγματικότητα, δεν είχα το χρόνο για σχέδια, παρά μόνο για νοσταλγία. Ο καιρός κυλούσε άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά και η πρώτη μου φροντίδα όταν έβρισκα κενά χρόνου, ήταν να διαβάζω και να προπονούμαι. Εκεί στους πρόποδες του Ταΰγετου στην αρχή και στα λοφοβουνά της Ανατολικής Ροδόπης στον Έβρο, στη συνέχεια, προσπάθησα να κρατήσω ζωντανή τη σχέση μου με τα βουνά και το τρέξιμο ή καλύτερα με το τρέξιμο στα βουνά. Η παλιά παρέα σκόρπισε πια για μένα αλλά απ όσο μάθαινα, οι υπόλοιποι συνέχισαν τις διασχίσεις ταχύτητας. Τον Ιούλιο του 1987 εγώ βρισκόμουν στον Έβρο, στην πραγματικότητα του φαντάρου αλλά στον Όλυμπο δεν ξαναμαζεύτηκαν για τον «Ορειβατικό Μαραθώνιο», όμως δεν θυμάμαι να με στεναχώρησε αυτή η απουσία, αφού άλλα με απασχολούσαν. Ίσως μάλιστα να είχα θεωρήσει και τιμωρία της αδιαφορίας των διοργανωτών αυτή τους την απόφαση. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν είχα τη δύναμη ή τη διορατικότητα να προβληματιστώ για το μέλλον του αθλήματος, αφού ούτε ο ίδιος μέσα στο μυαλό μου είχα σχηματοποιήσει αυτή την εν δυνάμει νέα πραγματικότητα. Ήταν όμως τόσο νωρίς και ήμουν τόσο μακριά απ όλα αυτά.

Το 1988 το καλοκαίρι ξαναφόρεσα τα πολιτικά ρούχα κι επέστρεψα σταδιακά στους φυσιολογικούς ρυθμούς της ζωής μου, κάνοντας όνειρα για το άμεσο μέλλον. Στον καιρό που ακολούθησε άρχισαν όλα να ξαναγυρίζουν στη σκέψη μου. Στο μεταξύ, ο «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου» εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο, είχα υποσχεθεί όμως ότι δεν θα ξανάτρεχα εκεί και από πείσμα. Δεν πάτησα καν το πόδι μου στην περιοχή τη μέρα του αγώνα. Από όσο έμαθα μετά, κανένας από τους έξι πρώτους του 1986 δεν πήρε μέρος στον δεύτερο αυτόν αγώνα. Όσο για τις συμμετοχές, πρέπει ο αριθμός να ήταν στο μισό εκείνου του 1986. Ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια μου αποτελέσματα από εκείνον τον αγώνα, όμως νικητής ήταν ο Αλέξης Σπύρου, ένας γεροδεμένος βραχύσωμος αθλητής, με τον οποίο τα επόμενα λίγα χρόνια θα κάναμε αρκετές προσπάθειες παρέα στα βουνά. Η διαδρομή του αγώνα άλλαξε στο ξεκίνημα, αφήνοντας την προβληματική διαδρομή προς τη Μάνα του Νερού και στο τέλος, τερματίζοντας στους Μύλους, στην έξοδο του Ε4 από το βουνό, στην είσοδο του Λιτοχώρου. Κι ήταν η πρώτη φορά που ο αγώνας έγινε Σεπτέμβριο. Ο δικός μου στόχος για το 1988 ήταν να τρέξω τον πρώτο μου μαραθώνιο στην άσφαλτο, κάτι που συνέβη τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς στην κλασσική διαδρομή του Μαραθώνα, στον τότε «Μαραθώνιο Ειρήνης Γρηγόρης Λαμπράκης». Τρέχοντας εκεί, ξεκίνησε μέσα μου ένα ενδιαφέρον για τους μαραθωνίους ασφάλτου, που θα κρατούσε τουλάχιστον 4-5 χρόνια, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να χάνεται η επαφή με το τρέξιμο και τις μεγάλες διασχίσεις στα βουνά.

Το 1989 πέρασε χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, ενώ είχα απορροφηθεί από τον μαραθώνιο στην άσφαλτο, βάζοντας όρια που ήθελα να φτάσω. Το μοναδικό γεγονός στα βουνά παρέμενε ο «Ορειβατικός», που δειλά πλέον και κυρίως από πρακτικούς λόγους, έγινε συνώνυμο του αθλήματος, που στερούταν ονομασίας! Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς επιχείρησα παρέα με τον Αλέξη Σπύρου αρκετές χρονομετρημένες προσπάθειες στον Όλυμπο, με πιο χαρακτηριστική εκείνη στη διαδρομή Γκορτσιά (Διασταύρωση) – Μύτικας, σε χρόνο 2.07.54, με πέρασμα από το Καταφύγιο Αποστολίδη σε 1:45. Οι κουβέντες για έναν νέο αγώνα στον Όλυμπο ήταν συνεχείς αλλά παρέμεναν στη σφαίρα του ιδεατού μόνο. Το Σεπτέμβριο του 1989, ο Σπύρου κέρδισε για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον ΟΜΟ, δείχνοντας ότι είναι το όνομα που θα κυριαρχούσε στον αγώνα, ο οποίος όμως παρέμενε γνωστός μόνο σε στενό «οικογενειακό» κύκλο. Μόνο η μεγάλη παρέα μας στην Ορειβατική Λέσχη Θεσσαλονίκης, είχε πρώτο στη λίστα των συζητήσεων το θέμα του αγώνα. Εικόνα από άλλα μέρη της Ελλάδας δεν είχα αλλά η μικρή ανταπόκριση του αγώνα στον Όλυμπο (κάτω από 50-60 αθλητές) έδειχνε μικρούς μόνο, σποραδικούς πυρήνες αθλητών, σε μέρη όπως η Δράμα, η Κοζάνη, η Λάρισα, το Λιτόχωρο, η Ελασσόνα, ο Βόλος και γενικά περιοχές που είτε γειτόνευαν με τον Όλυμπο, είτε είχαν μια συμμετοχή απ το ξεκίνημά του, με εκπροσώπους τους. Η Αθήνα ήταν αρκετά μακριά και το ενδιαφέρον χλιαρό εκείνα τα πρώτα χρόνια, ώστε να προσελκύσει ο ΟΜΟ αθλητές από τόσο μακριά.

Το 1990 ήταν ένας μικρός σταθμός στην εξέλιξη του αθλήματος στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό το γύρισμα της δεκαετίας έβρισκε μερικούς αγώνες αντοχής στα βουνά να έχουν γίνει ήδη θεσμοί, όπως το Western States ή το Pikes Peak στην Αμερική και κάποιοι που ξεπρόβαλαν στις Άλπεις από τα μέσα του ’80. Εκείνες τις μέρες έγραψα μια επιστολή που θα την απηύθυνα στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, προτείνοντας τη δημιουργία ενός διεθνή αγώνα στον Όλυμπο, που θα αναδείκνυε μια νέα γενιά αθλητών που θα μεταπηδούσαν από τις μεγάλες αποστάσεις του στίβου στο βουνό. Μετά από αρκετή σκέψη κατέληξα στο ότι η διαδρομή του αγώνα, τον οποίο μάλιστα πρότεινα στην αθλητική ηγεσία, ήταν: Λιτόχωρο-Μύτικας-Λιτόχωρο, μια διαδρομή out-and-back, περίπου 45 χιλιομέτρων, η οποία θα αξιοποιούσε το φρέσκο ακόμα τότε Διεθνές Μονοπάτι Ε4. Η προσπάθειά μου δυστυχώς πήγε χαμένη, αλλά σήμερα πιστεύω ότι δεν μπορούσε να υποστηριχτεί με σοβαρότητα, ούτε από την Πολιτεία αλλά ούτε κι από μένα, καθώς εγώ δεν είχα ιδιαίτερη τεχνογνωσία αλλά ούτε και το κράτος ήταν σε θέση να υποστηρίξει τέτοιες πρωτοβουλίες. Υπήρχε κι ένα ακόμα, τεχνικό πρόβλημα σ εκείνη την διαδρομή: η δυνητική παρουσία πολλών αθλητών στο Λούκι του Μύτικα, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για κάποιους αθλητές (λόγω λιθοπτώσεων) και σε μια τέτοια περίπτωση και για τον ίδιο τον αγώνα!

Παρόλα αυτά, φρόντισα να δοκιμάσω ο ίδιος αυτό το σοβαρό για την εποχή εγχείρημα. Την 1η Ιουλίου του 1990, παρέα με τον Αλέξη Σπύρου, ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί από την πλατεία του Λιτοχώρου, με κατεύθυνση το Μύτικα. Είχαν προηγηθεί εβδομάδες σκληρής προετοιμασίας μέχρι να φτάσουμε σ εκείνη την καυτή καλοκαιριάτικη μέρα. Η ζέστη μας κατέβαλε, ωστόσο τα καταφέραμε αρκετά καλά και σε 4:21 πατούσαμε την κορυφή. Χρειαστήκαμε άλλες 3 ώρες και 7 λεπτά για να επιστρέψουμε στην πλατεία του Λιτοχώρου, καταβεβλημένοι από τη ζέστη. Η διαδρομή μας ήταν: Λιτόχωρο – Πριόνια - Καταφύγιο Α’ – Ζωνάρια – Λούκι – Μύτικας και πίσω, ακριβώς από την ίδια διαδρομή. Είχαμε πραγματοποιήσει την πρώτη –όπως νομίζαμε τουλάχιστον- προσπάθεια για ανάβαση ταχύτητας στον Όλυμπο. Ένα τοπικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, αφιέρωσε στην προσπάθεια εκείνη ένα άρθρο του και φαντάζομαι ότι αρκετοί πληροφορήθηκαν την ύπαρξη κάποιων τρελών που τους αρέσει να τρέχουν στα βουνά. Σ εκείνο το αφιέρωμα, έκανα και πάλι λόγο για τις προοπτικές του νέου αθλήματος και τη σύνδεση του εγχειρήματός μας με μια νέα πρόταση αγώνα στον Όλυμπο, στη διαδρομή που είχαμε ακολουθήσει παρέα με τον Αλέξη. Όσο για τον ΟΜΟ, συνέχισε τη μοναχική του πορεία στο χρόνο κι εκείνη τη χρονιά, αδυνατώντας και πάλι να συγκεντρώσει ικανό σε εύρος ενδιαφέρον, παρά μόνο εκείνους που δεν συμβιβάζονταν με την ιδέα ότι θα είναι μόνοι και στο μέλλον. Για την ιστορία, τον αγώνα είχε κερδίσει ο συναθλητής μου και φίλος, Αλέξης Σπύρου.


Από την προσπάθεια του 1990: Στα Ζωνάρια, με φόντο το Μύτικα

Το 1992 δεν άλλαξε τίποτα στο χώρο, πέρα από το ασήμαντο γεγονός ότι αποφάσισα να επιστρέψω στον ΟΜΟ, όπου συνάντησα τον φίλο απ τα παλιά, τον Βασίλη Χαλκιά, που έκανε κι αυτός το δικό του comeback μετά το 1986. Στον αγώνα εκείνο βρέθηκε κι ο Άλκης Ζωγράφος (ο 5ος του πρώτου αγώνα). Ο Χαλκιάς κέρδισε εκείνο το Σεπτέμβριο κι εγώ βρέθηκα στη 2η θέση, με 3ο τον Ζωγράφο και 4ο τον Δημήτρη Βενετικίδη, που ήδη ακολουθούσε τη δική του ανοδική τροχιά στον «χώρο», αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι ο ένας και μοναδικός αγώνας. Μόλις 80 ήταν οι αθλητές που συμμετείχαν τότε και θυμάμαι ότι ο φωτογράφος που κάλυψε τον αγώνα, ήταν ο παλαίμαχος Γιάννης Κυριακίδης, μια εμβληματική μορφή της Θεσσαλονίκης και της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας.

Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά, κάποιοι ανήσυχοι Κρητικοί, αποφάσισαν να διοργανώσουν δοκιμαστικά μια πολυήμερη διάσχιση του νησιού τους, με σκοπό την καθιέρωσή του στο μέλλον. Ήταν η «Μινώα Κέλευθος», που έμελλε να υλοποιηθεί μόνο το 1994 και να ξεχαστεί στη συνέχεια, μέχρι το 2000, όταν έγινε προσπάθεια αναγέννησης της Κελεύθου μέσα από ένα νέο γεγονός, τον «Τάλω». Βρέθηκα τον Ιούλιο του 1992 σ αυτή την προσπάθεια, η οποία ως δοκιμαστική είχε τις ατέλειές της. Η ζέστη του καλοκαιριού, το δέλεαρ των διακοπών, όμως και ο εκνευρισμός που μου προκάλεσε η έλλειψη συντονισμού στο σχέδιο, με έκαναν να εγκαταλείψω μετά από πέντε ημέρες κι ενώ η 25μελής ομάδα βρισκόταν στις παρυφές του Ψηλορείτη. Τελικά, μετά από 14 μέρες, οι τολμηροί δρομείς-πεζοπόροι κατέληξαν στο Βάι του Λασιθίου, έχοντας διασχίσει πάνω από 500 χιλιόμετρα δρόμων και μονοπατιών. Το 1994 έγινε επίσημα ο αγώνας, με τη συμμετοχή 50 αθλητών, από τους οποίους τερμάτισαν οι 19, με νικητή τον Γιάννη Κούρο.

Τα χρόνια μεταξύ 1990 και 1995, σε προσωπικό επίπεδο πραγματοποιώ αρκετές αναβάσεις ταχύτητας στα ελληνικά βουνά, παρέα με λίγους «ομοϊδεάτες», φέρνοντας ακόμα πιο κοντά την ορειβασία με το τρέξιμο. Το 1993 διασχίζουμε non-stop τη Γκαμήλα στην Ήπειρο, σε μια προσπάθεια που κράτησε περίπου 24 ώρες, βιώνοντας έτσι και την πρώτη ολονύχτια πορεία μου!

Τα επόμενα 4-5 χρόνια (μέχρι το 1998-1999) δεν συνέβη κάτι το ιδιαίτερο στα ελληνικά δεδομένα, με την εξαίρεση του «Ορειβατικού» στον Όλυμπο, στον οποίο και συμμετείχα για τα επόμενα 3 χρόνια. Εκεί άρχισαν να εμφανίζονται νέα ονόματα, που σε κάθε περίπτωση ωφέλησαν την εξέλιξη του αθλήματος. Το 1994 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για τον αγώνα, καθώς υπήρξε αλλαγή φρουράς στην κορυφή. Ο Κρητικός μαραθωνοδρόμος Γιώργος Αφορδακός κερδίζει με διαφορά τον αγώνα, με δεύτερο τον επίσης πρωτοεμφανιζόμενο Κυριάκο Στοΐτση. Ο Βασίλης Χαλκιάς εκτοπίζεται στην 4η θέση και αυτό το γεγονός σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής, μια αλλαγή σελίδας. Ο Βασίλης Χαλκιάς αποχωρεί από τον ΟΜΟ και δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά στο συγκεκριμένο αγώνα. Το 1995 ο Κυριάκος Στοΐτσης γίνεται ο πρώτος αθλητής που κατεβάζει την επίδοση του αγώνα κάτω από τις 4 ώρες (3:59). Για μένα είναι η δεύτερη φορά που χάνω την 3η θέση λίγα μόλις μέτρα πριν τον τερματισμό, αυτή τη φορά από τον Γιώργο Τζιλιασκόπουλο.

Το 1996 ταξιδεύω παρέα με τον Δημήτρη Βενετικίδη στα Ιμαλάια, όπου πραγματοποιούμε μια μεγάλη ενθουσιώδη διάσχιση στα βουνά της περιοχής και εμπνεόμαστε για μελλοντικές υπερμαραθώνιες πολυήμερες προσπάθειες στα δικά μας βουνά, στα οποία είχαμε ξεκινήσει ποδηλατικές διασχίσεις, ήδη από το 1993, στην Πίνδο, την Πελοπόννησο και τη Θράκη.

Το 1997 προσπαθώ για μια ακόμα φορά, να έρθω σε επαφή με την τοπική κοινωνία του Λιτοχώρου (Δημαρχία), για να βρω ένα σημείο εκκίνησης για τον αγώνα που χρόνια πια είχα σαν όραμα, χωρίς όμως να τελεσφορήσουν οι προσπάθειές μου και πάλι. Στον ΟΜΟ εκείνης της χρονιάς, ένας απίστευτος αντισυμβατικός αθλητής, με περίεργο στυλ και σωματότυπο, ο Λευτέρης Τζαφόλιας, καταρρίπτει το προηγούμενο ρεκόρ του Στοΐτση, με τον απίθανο χρόνο 3:51, αφήνοντας 12 ολόκληρα λεπτά πίσω τον πρώην κάτοχο του ρεκόρ. Στον ίδιο αγώνα, η Μαρίνα Αναστασίου από την Αθήνα, γίνεται η πρώτη γυναίκα στον ΟΜΟ που κατεβαίνει κάτω από τις 5:30 ώρες.

Το 1998 εμφανίζεται για πρώτη φορά στον «Ορειβατικό» ο 28ετής Νίκος Καλοφύρης από το Μέτσοβο, ο αθλητής που έμελλε να γράψει μια ξεχωριστή σελίδα στο ελληνικό ορεινό τρέξιμο. Με άνεση κερδίζει τον αγώνα, στον οποίο συμμετέχουν για πρώτη φορά, ο 18χρονος Χάρης Καλαμπούκας (4η θέση) και ο 17χρονος Νίκος Σιδερίδης. Ο Βενετικίδης παραμένει μια σταθερή αξία από το 1992 και μετά, κρατώντας μια θέση στην 3άδα αδιάλειπτα, γράφοντας κι αυτός τη δική του ιστορία στο θεσμό. Σ εκείνο τον αγώνα, που συγκέντρωσε πάνω από 120 αθλητές, με αρκετή ανανέωση στα πρόσωπα, χάρη και στην εδραίωση του θεσμού αλλά και στην ανάπτυξη των ΣΔΥ (Συλλόγων Δρομέων Υγείας) σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, εμφανίστηκε απ το πουθενά μια Πολωνή, η Ιρένα Μαλιμπόρσκα, για να καταρρίψει το ρεκόρ των γυναικών, με 5:08. Αυτή την περίοδο, ευδοκιμούν οι αγώνες “Camel Trophy” για τους οποίους γίνονται προκριματικά events στην Ελλάδα, οδηγώντας αρκετούς στον «Ορειβατικό», που σαν αγώνας έχει όλα τα χαρακτηριστικά της περιπέτειας.

Το 1998 έμοιαζε να είναι μια χρονική στιγμή που συσσώρευε ενέργεια από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και νέο κόσμο, που θα αποτελούσε τα επόμενα χρόνια το δυναμικό του νέου αθλήματος, που καθυστερούσε αδικαιολόγητα το πλάτεμά του. Η απήχηση του ενός και μοναδικού αγώνα ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα, μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά και νεαρά παιδιά πλησίαζαν για να γνωρίσουν πώς είναι να τρέχει κανείς στα κακοτράχαλα μονοπάτια των βουνών. Οι λαϊκοί αγώνες δρόμου στην Ελλάδα πλήθαιναν, δημιουργώντας μια δεξαμενή αθλητών που τα επόμενα χρόνια θα τροφοδοτούσε το ορεινό τρέξιμο. Η δημιουργία του «Εύαθλου» το 1997 στην Κόνιτσα, από τον Νίκο Κυρίτση και τους συνεργάτες του, ήταν μια καινοτόμα πρωτοβουλία, αν και μέχρι το 2001 δεν ενέταξε το τρέξιμο στα βουνά στο μπουκέτο των αθλημάτων περιπέτειας και αδρεναλίνης που δημιούργησε. Το μηχανοκίνητο κατά βάση Camel Trophy, όπως και το Cutty Shark Crossing, έφεραν στα αερόβια σπορ της φύσης (ποδήλατο, τρέξιμο, καγιάκ) πολύ κόσμο που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτά, χάρη στο κίνητρο μιας συμμετοχής σε αγώνα του εξωτερικού. Η επόμενη χρονιά, το 1999, θα αποτελούσε ένα άλλο ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού ορεινού τρεξίματος, με την έλευση των αποκαλούμενων «αγώνων περιπέτειας» (adventure racing) στην Ελλάδα…

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets