28 Μαρτίου 2011

1986-2011, 25 χρόνια ελληνικό ορεινό τρέξιμο. Μέρος Β: Το Big-Bang

Εκείνες τις μέρες του 1986 ήταν παράξενες και πρωτόγνωρες για όλους μας. Στα τέλη του Απρίλη, το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ γύρισε σελίδα στο σύγχρονο κόσμο και στην πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον. Ήμασταν όλοι μουδιασμένοι από  τις ελάχιστες όπως αποδείχτηκε πληροφορίες και δέος είχε κυριέψει τις ψυχές μας, μπροστά στον άυλο, αόρατο εχθρό της ραδιενέργειας που είχε φτάσει και στην Ελλάδα. Η ζωή όμως έπρεπε να συνεχιστεί. Δεν χρειάστηκε καν να διαβουλευτούμε μεταξύ μας, για το αν θα συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε στα βουνά στην μετά Τσέρνομπιλ εποχή. Η ορμή μας συνέχισε να μας οδηγεί ψηλά στις κορυφές, με το όποιο κόστος θα μπορούσαμε να πληρώσουμε αργότερα -το «αργότερα» ίσως και να μην έφτασε ακόμα. Απόμεναν μερικές εβδομάδες ακόμα για τον «Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου», το μεγάλο γεγονός που θα γεννιόταν σε μια παράξενη χρονιά, μια χρονιά που κανένας δεν θα ήθελε να έχει έρθει. Κι όμως, το 1986 ήταν μια τόσο σημαδιακή χρονιά για μένα και τα 25 μου χρόνια, που συμπλήρωνα τότε.  



Προσπαθώντας να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες για αυτόν τον πολυθρύλητο «Ορειβατικό Μαραθώνιο», ο Δημήτρης ο Μυστακίδης κι εγώ ήταν μοιραίο να βρεθούμε κοντά στους ανθρώπους που τον συνέλαβαν και σκόπευαν να τον υλοποιήσουν, τον Ορειβατικό Σύλλογο (ΕΟΣ) Θεσσαλονίκης. Μάθαμε λοιπόν ότι ο αγώνας θα ξεκίναγε από το καταφύγιο του Σταυρού, ψηλά πάνω απ το Λιτόχωρο και αφού ανέβαινε μέχρι το Οροπέδιο των Μουσών, θα κατηφόριζε στα Πριόνια κι από εκεί, μέσα από τη χαράδρα του Ενιπέα και το φρεσκοφτιαγμένο τότε μονοπάτι Ε4 θα κατέληγε στο Λιτόχωρο.

Στο ξεκίνημά της η διαδρομή θα περνούσε πάνω από ένα υπέροχο ίσιο μονοπάτι που είχε φτιαχτεί παλιότερα, για να οδηγεί στην τοποθεσία «Μάνα του Νερού» παράλληλα με ένα αυλάκι που κάποτε έφερνε στο Σταυρό το νερό της πηγής που ήταν εκεί, όπως υποδηλώνει και το τοπωνύμιο. Στη συνέχεια και για μια απόσταση 2-3 χιλιομέτρων ένα άλλο σβησμένο μονοπάτι οδηγούσε στην τοποθεσία Μπάρμπα, όπου η διαδρομή ενωνόταν με το κεντρικό μονοπάτι που ανηφόριζε από τη Γκορτσιά στην Πετρόστρουγκα. Αυτό ήταν και το μεγάλο «αγκάθι» της διαδρομής του νέου αγώνα και ζητούσε λύση! Το μεγάλο μας πάθος γι αυτό το αγέννητο ακόμα άθλημα, που θεωρούσαμε ως δεύτερη φύση μας, ήταν αδύνατο να μας αφήσει ασυγκίνητους. Γι αυτό και μαζί με το Δημήτρη πήραμε την πρωτοβουλία να ανοίξουμε το χαμένο κομμάτι του μονοπατιού, βοηθώντας κι εμείς στον …τοκετό.

Απ όσο είμαι ακόμα σε θέση να θυμάμαι –τα χρόνια πέρασαν και από τότε δούλεψα πολλές φορές ανοίγοντας μονοπάτια- είχαμε διαθέσει μια ολόκληρη μέρα οι δυο μας, για να σκάψουμε, να πριονίσουμε και να βάψουμε βράχους, ώστε να φανερωθεί ξανά η διαδρομή και να μπορέσουμε όλοι εμείς που θα αγωνιζόμασταν, να βρούμε στο σωστό δρόμο. Θυμάμαι ότι ο χρόνος δεν μας έφτανε και πως έπρεπε να βιαστούμε για να φτάσουμε μέχρι τη Μπάρμπα, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Είχαμε μαζί μας τσάπα για σκάψιμο, πριόνι για τα κλαδιά και κόκκινη μπογιά με πινέλο για τους βράχους. Δουλέψαμε με τον τρόπο που ξέραμε να δουλεύουμε, μην αφήνοντας στιγμή για διάλειμμα και στο τέλος, σ ένα μεγάλο ξέφωτο με φτέρες, εκεί στη Μπάρμπα, γράψαμε σ έναν μεγάλο βράχο «ΔΜ ΛΡ», για ν αφήσουμε τη σφραγίδα μας. Θαρρώ πως ακόμα και σήμερα, που το μονοπάτι αυτό ξαναέκλεισε, η μπογιά είναι στη θέση της. Πέρασα από τότε πολλές φορές από δίπλα αλλά ποτέ δεν πήγα μέχρι εκείνο το βράχο να δω.

Και μετά ήρθε η μέρα του αγώνα! Αυτοκίνητα ΙΧ δεν υπήρχαν και πολλά ανάμεσα στο κοινό του αγώνα κι ο δρόμος για το Σταυρό ήταν χωμάτινος. Μ ένα-δυο αγώγια, ένα παλιό λεωφορείο ναυλωμένο απ τη διοργάνωση οι αθλητές του αγώνα μεταφερθήκαμε στο καταφύγιο του Σταυρού απ το βράδυ της παραμονής του αγώνα και φιλοξενηθήκαμε εκεί. Φυσιογνωμίες άγνωστες οι πιο πολλές σε μένα –κι εγώ σ εκείνους φαντάζομαι. Ανάμεσά τους και κάποιοι γνωστοί σπ τη μικρή παρέα της «Ορειβατικής Λέσχης Θεσσαλονίκης» το ασκέρι του «οπλαρχηγού» Μυστακίδη! Υπήρχαν ακόμα και αναρριχητές, που ήθελαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σ αυτό το νέο για όλους (?) άθλημα.

Είχαμε ετοιμαστεί σκληρά τους προηγούμενους δυο μήνες, με αναβάσεις στα βουνά της Πίνδου και της Μακεδονίας, με εντάσεις που έφταναν στα απόλυτα όριά μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τη γνωστή τακτική του Δημήτρη, που κατέληξε να αποτελεί ατραξιόν: κάθε τόσο στην ανάβαση, σταματούσαμε απότομα την προσπάθεια και μετρούσαμε σφυγμούς για δέκα δευτερόλεπτα, κάνοντας μετά αναγωγή στο λεπτό. Ανηφορίζοντας σε κλίσεις 30+ μοιρών, οι παλμοί μου έφταναν μέχρι τους 200 ή και πιο πάνω! Ένα νούμερο που δείχνει το μέγεθος της προσπάθειας που καταβάλαμε όλοι μας και το βαθμό προσαρμογής σε αυτή τη μορφή αγωνιστικής προσπάθειας. Ωστόσο όμως, για να είμαστε βέβαιοι για το επίπεδο φυσικής κατάστασης, ο Δημήτρης είχε αναλάβει να μας κάνει τεστ σε μετρημένες διαδρομές, ώστε να ξέρουμε τα δικά του επίπεδα ο καθένας μας.

Το πρωί του αγώνα, μας περίμενε μια ηλιόλουστη μέρα, ήταν καλοκαίρι εξάλλου. Βγήκαμε απ το καταφύγιο έτοιμοι για την εκκίνηση. Αφού προβληματίστηκα για το τι παπούτσια θα έπρεπε να φορέσω –δυο ζευγάρια όλα κι όλα είχα- κατέληξα σ ένα ζευγάρι τρέκινγκ αρβύλας, που όμως ήταν μισό νούμερο μικρότερη απ το πόδι μου. Ήταν όμως και το μοναδικό ζευγάρι τρέκινγκ παπουτσιών που είχα, αφού ήταν το μοναδικό νούμερο που κατάφερα να βρω σ ένα και μοναδικό μαγαζί που πουλούσε τέτοια –αυτή ήταν η κατάσταση τότε. Είχα κι ένα ζευγάρι αθλητικά, όμως έχοντάς τα δοκιμάσει, ήξερα ότι υπήρχε φόβος για διαστρέμματα και τραυματισμούς, ειδικά στις κατηφόρες. Ήταν ακόμα το ξεκίνημα και ήμουν διχασμένος, δεν γνώριζα, δεν είχα την εμπειρία, θα ήταν ο πρώτος μου πραγματικός αγώνας σε βουνό. Έξω απ το καταφύγιο, έβλεπα τους άλλους αθλητές στα πόδια, προσπαθώντας να καταλάβω αν η επιλογή μου στα παπούτσια ήταν σωστή. Το συμπέρασμα ήταν πως βρισκόμουν στη μέση. Είδα κάποιους μικροκαμωμένους ξερακιανούς ξεφόρτωτους, με σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια (οι δρομείς ασφάλτου) και αρκετούς με χοντρές αρβύλες και σακίδια (οι ορειβάτες)! Σκέφτηκα ότι οι δρομείς θα είναι οι χαμένοι της ιστορίας. Πόσο άδικο είχα…

Ήμασταν ένα πολύχρωμο πλήθος, με κάθε λογής παραξενιά πάνω μας: καπέλα, γυαλιά, σακίδια, μπατόν, μαντήλια, παράξενα ρούχα και πάει λέγοντας… Κάποιοι τρέχαμε μπρος-πίσω λίγο πριν την εκκίνηση, για ζέσταμα και προσπαθούσαμε να διακρίνουμε πιθανούς αντιπάλους κι εκείνους που θα πρωταγωνιστούσαν στην κούρσα. Λίγο πριν την εκκίνηση στάθηκα μαζί με το Δημήτρη κάπου στο πλάι του πλήθους, που έμοιαζε να συγκεντρώνει περίπου εκατό ανθρώπους. Πόσοι ακριβώς ήμασταν όμως? Η πρώτη διοργάνωση μάζεψε 95 αθλητές, πέρασαν όμως 24 χρόνια για να μάθω πόσοι τελικά τερμάτισαν!

Μια σύντομη αναμνηστική φωτογραφία κάτω από ένα μεγάλο πανό και ο πρόεδρος του Συλλόγου, απορημένος υποθέτω κι αυτός από το αναπάντεχο αγωνιστικό κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στο πλήθος, έριξε την πιστολιά της εκκίνησης. Πριν προλάβω να αντιδράσω, είδα τους πρώτους να …χάνονται εν ριπή οφθαλμού απ το οπτικό μου πεδίο!

Η ιστορική στιγμή της εκκίνησης του 1986! Ο γυμνός με το μπλε σορτσάκι στα αριστερά είναι ο Μυστακίδης και ο νεαρός με την πράσινη μπλούζα στο κέντρο, ο Γραμματόσης (κλικ για μεγέθυνση)

Σάστισα και δέχτηκα το πρώτο σοκ, γιατί πίστευα ότι όλοι θα ξεκινούσαν συντηρητικά, έκανα μεγάλο λάθος όμως και το σχέδιό μας πήγε κατευθείαν στα σκουπίδια. Αμέσως βαλθήκαμε με το Δημήτρη να προσπερνάμε κόσμο για να κρατήσουμε μια επαφή με την κεφαλή της κούρσας. Δύσκολο το εγχείρημα, αφού το μονοπάτι ήταν στενό αλλά ευτυχώς λίγοι οι αθλητές κι έτσι σε λίγο βλέπαμε τους πρώτους στο βάθος. Δεύτερο σοκ: τα παπούτσια μου δεν έκαναν για πραγματικό τρέξιμο! Αυτό το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα τρέχαμε με τόση ένταση στις ευθείες. Η μόνη μου ελπίδα ήταν ότι ο ρυθμός θα έπεφτε λίγο πιο πέρα λόγω ανήφορου. Ευτυχώς, μετά τη Μάνα του Νερού άρχισαν οι ανήφοροι, όμως οι πρώτοι –πόσοι άραγε- είχαν χαθεί πλέον από το πεδίο μας. Μπήκαμε στο ρυθμό της έντονης πεζοπορίας με τους σφυγμούς πολύ ψηλά. Ο Δημήτρης μπροστά κι εγώ ακολουθούσα. Πίσω μας ένας-δυο άγνωστοι αθλητές σε μικρή απόσταση είχαν το ρυθμό μας. Πιο πίσω ακόμα ένα σχετικό άνοιγμα μέχρι τους επόμενους. Είμαστε στον αγώνα τώρα και ήρθε η μεγάλη στιγμή που περιμέναμε. Πιστεύαμε ότι ήμασταν ανίκητοι στο βουνό κι έπρεπε να το αποδείξουμε εκείνη τη μέρα! Είχαμε μπροστά μας μερικές ώρες και αρκετά χιλιόμετρα για επαληθευτούμε ή και να διαψευστούμε αλλά για την ώρα κάτι δεν πήγαινε καλά…

Χωρίς να μας προσπεράσει κανείς φτάσαμε στον πρώτο σταθμό, στη Μπάρμπα. Αμήχανοι οι εθελοντές μας καλωσορίζουν: «Μπράβο παιδιά, είστε οι πρώτοι!». Οι πρώτοι? Πώς είναι δυνατόν να είμαστε πρώτοι? Θυμάμαι τουλάχιστον δυο-τρεις μπροστά. Ωχ, κάτι κακό έγινε! Κάπου χάθηκαν, σίγουρα. Πόσοι ήταν άραγε και πόσο χρόνο θα χάσουν? (πολύ καιρό αργότερα, κατάφερα να ξετρυπώσω τις πρόχειρες σημειώσεις των Σταθμών κι εκεί ανακάλυψα ότι περάσαμε 8 λεπτά νωρίτερα). Όσο για τους πρώτους, εκείνη τη χρονική στιγμή, σύμφωνα με μαρτυρία ενός απ αυτούς, ήταν περίπου 5-6 και αφού διαπίστωσαν ότι ήταν σε λάθος κατεύθυνση, πήραν υποτυπωδώς μια πορεία πάνω σε μια ράχη, που στο τέλος τους οδήγησε στη Μπάρμπα. «Κρίμα, ο αγώνας χάλασε στο ξεκίνημά του» σκέφτηκα.

Συνεχίσαμε το ρυθμό μας, που σταδιακά άρχισε να μου φαίνεται αρκετά υποφερτός, ένδειξη του ότι είχα ακόμα για να δώσω και ήθελα ακόμα να δώσω. Ο συναθλητής που ακολουθούσε το γκρουπ λεγόταν Στέφανος όπως μας είπε και ήταν από Αθήνα. Έτρεχε μεγάλες αποστάσεις και μας ανέφερε για το Σπάρταθλο, τότε άκουγα γι αυτόν τον αγώνα που ήδη μέτραγε τρεις διοργανώσεις το καλοκαίρι του 1986. Τον Στέφανο Γιάννου, τον ξανασυνάντησα τυχαία 6 χρόνια αργότερα σε μια ultra διάσχιση της Κρήτης και είχαμε να μοιραστούμε μνήμες από εκείνη την εμπειρία.

Στην Πετρόστρουγκα ήμασταν ακόμα πρώτοι, με 4 λεπτά διαφορά. Πίσω μας κανένας ακόμα! Κάθε τόσο γύριζα πίσω για να δω να έρχονται φουριόζοι αλλά ψυχή! Μετά το σταθμό ο Δημήτρης πρότεινε να κόψουμε στον ανήφορο εκτός μονοπατιού, για να κερδίσουμε απόσταση, αντί να πάμε απ το μονοπάτι μέχρι τη Σκούρτα! Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ, δεν μπορούσα να σκεφτώ εξάλλου εκείνη τη στιγμή και πολύ, ούτε και ήξερα αν κερδίζαμε χρόνο ή όχι, είχαμε μάθει όμως αυτά τα χρόνια ότι όπου μπορούμε στο βουνό κόβουμε! Έτσι κι αλλιώς δεν είχε καν σχηματιστεί μέσα μας η κουλτούρα των αγώνων βουνού, με τα πλαίσια κανονισμών και τη δεοντολογία του «ευ αγωνίζεσθαι». Ακολούθησα με επίγνωση της πράξης μου, σε μια πορεία εκτός μονοπατιού, αυτή που μας ταίριαζε σαν φυσιογνωμία προσπάθειας τόσα χρόνια. Ταλαιπωρηθήκαμε, πηδώντας από δω κι από κει, ανάμεσα σε πεσμένα κλαδιά και φυτεμένες πέτρες και ένιωθα αμφιβολίες για το πόσο κερδισμένοι θα βγαίναμε απ αυτή την κίνηση. Στο τέλος ξεπροβάλαμε στα ισιάδια κάτω απ τη Σκούρτα και τότε, συνέβη αυτό που περίμενα. Μπροστά, σε μια απόσταση 100 μέτρων, εκεί που βρισκόταν ο Σταθμός, είδα τέσσερις φιγούρες να πλησιάζουν με ταχύτητα.

Ήταν οι «χαμένοι» που βρήκαν τελικά το δρόμο τους κάτω απ τη Μπάρμπα και ξαναμπήκαν στο παιχνίδι. Με τους κατοπινούς υπολογισμούς, το γκρουπ τους έκανε 26 λεπτά από την Πετρόστρουγκα ως τη Σκούρτα ενώ εμείς κάναμε 30(!), άρα το κόψιμο ήταν μπούμερανγκ, αν και μάλλον ο ρυθμός των «χαμένων» συνέχισε να είναι γρηγορότερος απ τον δικό μας. Ο Δημήτρης γύρισε τότε προς το μέρος μου δίνοντάς μου το μήνυμα: «Κυνήγα τους!» Τι σήμαινε αυτή η φράση? Είχα το ελεύθερο να αποδεσμευτώ πλέον και να μπω στο ρυθμό των αθλητών μπροστά, αφού βέβαια πρώτα τους «πιάσω».

Έδωσα ότι είχα από δυνάμεις για να βρεθώ κοντά τους, έργο δύσκολο αλλά μια και είχα αποθέματα, δεν δυσκολεύτηκα να τους πιάσω στο Λαιμό της Σκούρτας, μερικά λεπτά αργότερα. Δεν θυμάμαι καλά τη σειρά αλλά πρέπει να πέρασα πρώτα τον Άλκη το Ζωγράφο, Λιτοχωρίτη μαραθωνοδρόμο, και μπροστά μου να ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση ο Πέτρος Καψομενάκης, μαραθωνοδρόμος επίσης και ορειβάτης, από την Αθήνα. Στο καταφύγιο «Κάκκαλος» ήμουν πια τρίτος, με δευτερόλεπτα διαφορά από τον Βασίλη Χαλκιά, έναν ξερακιανό μικροκαμωμένο δρομέα υπεραποστάσεων από το Βόλο, που έμελε να αποτελέσει τον πρώτο θρύλο του ελληνικού mountain running κι έναν ψηλό έφηβο, τον οποίο επευφημούσαν όλοι οι «θεατές» έξω απ το καταφύγιο, φωνάζοντας «Μπράβο Βαγγέλη, δυνατά!». Ο Βαγγέλης Γραμματόσης ήταν ένας 16χρονος πιτσιρικάς από το Λιτόχωρο, που αποτελούσε φαινόμενο χάρη στην έμφυτη ικανότητά του στο τρέξιμο. Το ρολόι έδειχνε 2 ώρες και 9 λεπτά για τους τρεις μας ενώ πίσω ακολουθούσαν, με 3 λεπτά ο Καψομενάκης κι ο Ζωγράφος και με έξι ο Μυστακίδης.

Ώστε έτσι λοιπόν ήταν ένας αγώνας στο βουνό. Όπως αυτά που κάναμε μέχρι τότε αλλά με πιο δυνατούς αντιπάλους!

Προσπέρασα το καταφύγιο και όρμησα στον κατήφορο. Τα πόδια μου έκαιγαν αλλά το μυαλό μου είχε απογειωθεί. «Αυτό είναι φίλε, τώρα τρέχα, αυτό δεν ήθελες?», είπα στον εαυτό μου και πηδούσα στις σάρες της πλαγιάς, με την άνεση των παπουτσιών μου και με τον αέρα ότι είμαι ανάμεσα στους πρώτους. Όμως κι εκείνος ο πιτσιρικάς μπροστά, που μας προσπέρασε ιπτάμενος, δεν καταλάβαινε τίποτα από πέτρες και κινδύνους, αφού λίγο πιο κάτω χάθηκε απ τα μάτια μου. Το μονοπάτι περνούσε κοφτά την απόκρημνη πλαγιά των Ζωναριών από δευτερεύουσα διαδρομή (το περίφημο «κοφτό»), που ήταν απόλυτα επικίνδυνη στο δυσκολότερο τμήμα της. Δεν καταλάβαινα τίποτα όμως, όλα αυτά τα ζούσα κάθε φορά στις εξορμήσεις της ομάδας, μου ήταν ήδη γνωστά. Ο ήλιος έκαιγε και ζούσα το όνειρο ακροβατώντας στο κενό, σαν κατσίκι. Ήμουν εκεί!

Μέχρι του «Ζολώτα» συνέχισα να είμαι τρίτος, έχοντας κάνει 20 λεπτά, όσο κι ο Χαλκιάς, αλλά ο πύραυλος Γραμματόσης χρειάστηκε μόλις 16! Χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι αυτό το 0:16 δεν ξεπεράστηκε ποτέ τα επόμενα χρόνια από κανέναν αθλητή, ήταν ένας χρόνος σχεδόν εξωπραγματικός! Όπως μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα ο ίδιος, έφευγε στο κενό χωρίς να το σκέφτεται και κάποιοι εθελοντές ασφάλειας σ ένα μεγάλο κομμάτι χιονιού σε κλίση -τη γνωστή «χιονούρα» στη διαδρομή- του φώναζαν μάταια να κόψει το ρυθμό του, που πρέπει να ήταν δαιμονιώδης.


Ο αριθμός μου (bib) στον αγώνα του 1986

Μετά το καταφύγιο άρχισα να νιώθω τα πρώτα σημάδια της κούρασης και του πόνου. Κι όσο κατηφόριζα, η ζέστη γινόταν ενοχλητική. Κι ήμασταν ακόμα λίγο χαμηλότερα από τα 2000 μέτρα. Μπροστά μου ο Χαλκιάς τη μια φαινόταν και την άλλη χανόταν απ το πεδίο μου, για το Γραμματόση ούτε λόγος, δεν τον είδα πουθενά. Φτάνοντας στα Πριόνια με προσπέρασε ο Καψομενάκης και βρέθηκα τέταρτος. Η σειρά άρχισε να ανατρέπεται. Σ αυτό το τμήμα του αγώνα, νικητής ήταν ο Αθηναίος δρομέας, με μόλις 28 λεπτά κατάβαση και τέταρτος ο νεαρός Γραμματόσης με 34, προφανώς πληρώνοντας το τίμημα της ορμής του μέχρι εκεί.

Πέρασα απ τα Πριόνια σε 3:01, μόλις 2 λεπτά πιο αργά από τον πρώτο αλλά δεν το γνώριζα! Κι αν ακόμα μου είπαν κάτι οι άνθρωποι του Σταθμού, μάλλον δεν ήμουν σε θέση να το καταλάβω. Η υπογλυκαιμία και η αφυδάτωση άρχισαν να δουλεύουν. Σκέφτηκα ότι πάνω μου είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους, οι δικοί μου σύντροφοι που ακολουθούσαν πιο πίσω ή απλά περίμεναν να γυρίσουμε με τα καλά νέα. Όμως αυτό το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο κι οι αντίπαλοι ήταν μπροστά και ήταν σπουδαίοι.

Έχασα τις ελπίδες μου όταν για ώρα ήμουν πια μόνος. Θα ρώταγα στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου πόσο πιο μπροστά ήταν οι άλλοι. Εκεί θα δρόσιζα και τη δίψα μου που ήταν μεγάλη, όπως κι η Ιουλιάτικη ζέστη. Στο μοναστήρι όμως ψυχή! Σοκ! Αυτό με τσάκισε ψυχολογικά. Όπως έμαθα μετά τον τερματισμό μου, περάσαμε πολύ γρηγορότερα απ όσο είχαν εκτιμήσει οι διοργανωτές και οι εθελοντές, που κάλυψαν το Σταθμό «Μπάρμπα» στην αρχή, έφτασαν μισή ώρα μετά τον πρώτο στο Μοναστήρι! Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, μαζί μου δεν κουβαλούσα τίποτα, όπως κι οι υπόλοιποι μπροστά και δεν είχαμε καμιά ελπίδα μέχρι το τέρμα, αφού δεν υπήρχε άλλος σταθμός μέχρι το Λιτόχωρο! Έπρεπε να βγάλουμε όλο το φαράγγι με σκέτο νερό απ τον Ενιπέα.

Στους ανήφορους περπάταγα πια και στους κατήφορους επίσης, αφού τα δάχτυλά μου είχαν ξεπετσιαστεί απ τις τριβές στα κοντά άρβυλά μου. Πονούσα φρικτά κι άρχισα να αισθάνομαι ότι αυτό είναι ένα μαρτύριο και πρέπει να τελειώσει. Κάθε τόσο σταμάταγα την προσπάθεια και βούταγα το κεφάλι μου στα νερά. Ψυχή στο όμορφο μονοπάτι, που μόλις δύο χρόνια νωρίτερα είχε κατασκευαστεί. Στα ξέφωτα υπέφερα ακόμα περισσότερο και σύννεφο δεν έκρυβε τον ήλιο, ήμασταν καταδικασμένοι.

Πήρα την προτελευταία ανηφόρα της διαδρομής, αυτή που βγάζει στις Μικρές Πόρτες, ακριβώς στην έξοδο του τούνελ που σχηματίζει η βλάστηση σ εκείνο το σημείο. Ξάφνου μπροστά μου, ένας άνθρωπος κείται στο ξέφωτο! Τι συμβαίνει? Ο νεαρός Γραμματόσης χτυπημένος μάλλον από θερμοπληξία, βρίσκεται πεσμένος κάτω απ τον ήλιο και προσπαθεί να συνέλθει. Δεν έχω να του δώσω τίποτα, υποφέρω κι εγώ. Καθώς τον προσπερνάω απ το πλάι του ρίχνω μια ματιά. Είναι μάλλον καλά και δεν έχει κάποιο ίχνος τραυματισμού. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα εκτός από ένα ξέπνοο «είσαι καλά?» χωρίς απάντηση φυσικά. Από τον ίδιο έμαθα πρόσφατα, ότι ήμουν ο τρίτος που τον προσπέρασε όταν βρέθηκε πεσμένος, σημάδι ότι σε όλο τον Ενιπέα η μεταξύ μας απόσταση κρατήθηκε σταθερή, ήμασταν και οι τέσσερις διαλυμένοι.

Μια ακόμα ανηφόρα και φτάνω στις Πόρτες, εκεί που βλέπεις για πρώτη φορά το Λιτόχωρο να σου κλείνει το μάτι, γιατί ξέρεις ότι εκεί τελειώνουν όλα, μένει ένας κατήφορος μόνο –σχήμα λόγου στην περίπτωσή μου. Πήρα τις κατηφόρες και στη μεγάλη κλίση τα πόδια μου με πέθαιναν. Κούτσαινα πια και κρατιόμουν από πλαϊνούς βράχους του μονοπατιού. Μακάρι να μπορούσα να πετάξω τα παπούτσια και να τρέξω ξυπόλυτος αλλά δεν γινόταν. Λίγο πιο κάτω ο πρώτος θεατής εδώ και μιάμιση ώρα. Ο καλός φίλος, ο Δημήτρης Αλεξίου με επευφημεί: «μπράβο Λάζαρε, τρίτος είσαι!». Τι να το κάνω, υποφέρω φρικτά, δεν μπορώ καθόλου στον κατήφορο. Του είπα για το Γραμματόση, δεν ήξερα αν μπορούσε να κάνει κάτι για κείνον. Συνέχισα την κατάβαση του Γολγοθά μου…

Μπήκα στο Λιτόχωρο γύρω στις 1:30 το μεσημέρι, με τα τζιτζίκια να χαλάνε κόσμο και το έδαφος να χάνεται κάτω απ τα πόδια μου. Ψυχή στους Μύλους, ψυχή και μέσα στα στενά του χωριού. Δάγκωνα τα χείλια μου, όλα πονούσαν και πιο πολύ τα δάχτυλα των ποδιών μου που με έτσουζαν φρικτά. Δεν μ ένοιαζε τίποτα πια, ήθελα να τελειώσω. Έτσι είναι οι αγώνες όπως αποδείχτηκε: όσο θες ν αρχίσουν πριν άλλο τόσο θες να τελειώσουν μετά.


 Λίγα λεπτά μετά τον τερματισμό μου στην πλατεία του Λιτοχώρου
 Μπροστά μου άνοιξαν τα τελευταία μέτρα στη μικρή πλατεία, που τότε δεν είχε το σιντριβάνι στο κέντρο της. Στην άλλη άκρη της, μπροστά στο καμπαναριό του Αη Νικόλα ήταν η γραμμή του τερματισμού. Ήθελα άλλα 20 μέτρα ως εκεί και άκουγα γύρω μου τις επευφημίες των σαστισμένων Λιτοχωρινών, που μάλλον έτριβαν τα μάτια τους βλέποντας να φέρνουμε βόλτα το βουνό σε λιγότερο από πέντε ώρες! Ξαφνικά, ένιωσα κάτι σαν σκιά να περνά από δίπλα μου με ταχύτητα! Ήταν ο Γραμματόσης, που στο μεταξύ συνήλθε και μην αντιμετωπίζοντας πρόβλημα με τα πόδια του, κατάφερε να με φτάσει και να με περάσει αναπάντεχα 15 μέτρα πριν τη γραμμή του τερματισμού. Ο αγώνας είναι αγώνας μέχρι το τελευταίο του μέτρο! Ο δυνητικός νικητής του αγώνα, κέρδισε τουλάχιστον την τρίτη θέση της παρηγοριάς μ αυτόν τον πανηγυρικό τρόπο, γεμίζοντας περηφάνια τους συντοπίτες του. Η επιλογή μου να αγωνιστώ με άρβυλα ίσως και να μου στοίχισε τη νίκη, αν κρίνω από τα τρία μόλις λεπτά που με χώριζαν από τους πρώτους. Παπούτσια με τριπλάσιο βάρος και μικρότερα απ τα πόδια μου! Στερνή μου γνώση…

Η χαρά της ανακούφισης όμως ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της 4ης θέσης και μου αρκούσε που είχα κάνει μια επίδοση πολύ γρηγορότερη από τις αρχικές μου εκτιμήσεις, που απ όσο θυμάμαι έφταναν τις 6 ώρες. Με 4:53 απείχα μόλις 3 λεπτά από τους πρώτο και δεύτερο, που απ όσο πληροφορήθηκα έδωσαν σκληρή μάχη στα τελευταία μέτρα, με τον Βολιώτη Βασίλη Χαλκιά να κερδίζει τον Πέτρο Καψομενάκη για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η πρώτη διοργάνωση είχε τελικά τον πιο συναρπαστικό τερματισμό από όλους τους αγώνες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια!

Περίμενα για μισή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο καλός μου φίλος, ο Δημήτρης, και να τερματίσει στην 6η θέση, εντελώς εξοντωμένος από αφυδάτωση και τη ζέστη. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα σε τέτοια άθλια κατάσταση. Κάθισε κάτω απ τη βρύση της εκκλησίας και του έριχνα νερό με τις χούφτες στην πλάτη για να τον δροσίσω. Η μεγάλη δοκιμασία είχε περάσει και τώρα πια μπορούσαμε να ανασάνουμε τη λύτρωση.

Από κάποιες σημειώσεις μου, βρήκα ότι συμμετείχαν 95 αθλητές, απ τους οποίους τερμάτισαν οι 83, ανάμεσά τους και τρεις γυναίκες, ενώ ο τελευταίος αθλητής τερμάτισε σε 10 ώρες και 25 λεπτά. Με τα χρόνια και καθώς γνώριζα ανθρώπους που ήταν εκεί τότε, διαπίστωσα ότι συμμετείχαν αρκετοί ανήλικοι αθλητές, από 14 μέχρι 18 ετών! Λογικό, εφόσον δεν είχε σχηματιστεί ακόμα μια γενικότερη φιλοσοφία κανονισμών, όπως σήμερα, με τις τυπικές νομικές ευθύνες των διοργανωτών απέναντι στο νόμο. Χαρακτηριστικό των προθέσεων και της απήχησης που έτυχε ο πρώτος εκείνος «Ορειβατικός Μαραθώνιος» ήταν ότι ανάμεσα στους 83 του καταλόγου των τερματισμών, οι 62 είχαν δηλώσει μέλη Ορειβατικών Συλλόγων ενώ οι 15 απ αυτούς ήταν Λιτοχωρίτες!

Το ίδιο βράδυ, στο παλιό γήπεδο του χωριού, εκεί που τώρα βρίσκεται το πάρκο όπου γίνονται οι εκδηλώσεις και ο τερματισμός του Olympus Marathon, έγινε η τελετή απονομών του αγώνα. Είχα την τιμή να ανέβω στο βάθρο, αφού κάλεσαν τους έξι πρώτους, έχοντας δίπλα μου και τον καλό μου φίλο Δημήτρη, κέρδισε κι αυτός για μια φορά έστω στη ζωή του μια τιμητική διάκριση στο ορεινό τρέξιμο, το άθλημα που ο ίδιος δημιούργησε στην Ελλάδα, χωρίς να το γνωρίζει. Νομίζω ότι εκείνο το βράδυ, δικαιώθηκαν οι κόποι και όνειρα χρόνων και σφραγίστηκε η αγάπη μας για το άθλημα που 25 χρόνια αργότερα γνωρίζει την άνοιξη, δημιουργώντας μια βιώσιμη μορφή λαϊκού αθλητισμού.

Η πάλαι ποτέ αίρεση της ορειβασίας αποτελεί 25 χρόνια αργότερα στην Ελλάδα μια νέα "θρησκεία", χωρίς μεσσίες αλλά με χιλιάδες πιστούς.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ : Οι διοργανωτές επέμεναν για μήνες ότι ο «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου» δεν είναι ακριβώς αγώνας αλλά ένα συμμετοχικό αθλητικό γεγονός, που δεν έχει επιδόσεις και νικητές, άρα ούτε και αποτελέσματα, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να εξηγήσουν όμως γιατί τιμήθηκαν οι νικητές. Εξαιτίας της αντίληψης αυτής, χάθηκαν τα αποτελέσματα των πρώτων 2-3 διοργανώσεων, μέχρι να γίνει αντιληπτή η σημασία της καταγραφής των δεδομένων. Αυτή η νοοτροπία τους με οδήγησε σε ρήξη σχέσεων μαζί τους, γιατί θεώρησα ότι τέτοια αντιμετώπιση αποτελεί ασέβεια προς τους αθλητές και την προσπάθειά τους. Μετά από επίμονες προσπάθειες πάντως, κατάφερα να πάρω στα χέρια μου ένα πρόχειρο σημειωματάριο από τη γραμματεία του ΕΟΣ, όπου ήταν σημειωμένα υποτυπωδώς κάποια ενδιάμεσα περάσματα από σταθμούς. Από εκεί κατέγραψα την ώρα που πέρασαν οι έξι πρώτοι αθλητές από κάθε σταθμό. Μόλις το 2010, ο Θόδωρος ο Καριοφύλλης –τον ευχαριστώ δημόσια- που πήρε κι αυτός μέρος στον πρώτο εκείνο αγώνα, μου έδωσε μια φωτοτυπία ορειβατικού φυλλαδίου της εποχής, όπου αναγράφονται όλα τα ονόματα των αθλητών που τερμάτισαν, καθώς και την επίδοσή τους, καταγεγραμμένη σαν ώρα τερματισμού. Από τύχη θεωρώ ότι σώθηκε αυτό το αρχείο με την ιστορική σημασία.
Ενδεικτικά, παραθέτω τιμής ένεκεν τους 12 πρώτους του αγώνα: 1) Χαλκιάς Βασίλης 4.50, 2) Καψομενάκης Πέτρος 4.50, 3) Γραμματόσης Βαγγέλης 4.53, 4) Ρήγος Λάζαρος 4.53, 5) Ζωγράφος Αλκιβιάδης 4.58, 6) Μυστακίδης Δημήτρης 5.23, 7) Στέρκος Γιώργος 5.29, 8) Γυρούσης Δημοσθένης 5.29, 9) Φουρλής Θανάσης 5.42, 10) Ατματζίδης Χρόνης 5.43, 11) Αβραμάκης Μανώλης 5.51, 12) Μυλωνάς Βαγγέλης 5.55, ... 59) Ακριβού Ζήνα 9.15, 60) Τριανταφυλλίδου Ελένη 9.15 [αποτελούν τις νικήτριες γυναίκες του πρώτου αγώνα -τερμάτισαν μαζί]



2. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ

Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου : Την επόμενη χρονιά (1987) δεν έγινε για άγνωστους λόγους. Όταν ξαναδιοργανώθηκε το 1988 ήταν φανερά υποβαθμισμένος -δεν συμμετείχε κανένας από τους πρώτους έξι αθλητές του '86-, προφανώς από την απουσία ενδιαφέροντος από την πλευρά του κοινού. Σταδιακά επανέκαμψε, με λιγότερες συμμετοχές αρχικά -χρειάστηκαν πάνω από 7 χρόνια για να φτάσει τον αριθμό των 100 αθλητών- και αργή βελτίωση αργότερα. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται αδιάλειπτα και αποτελεί φυσικά τον αρχαιότερο αγώνα του είδους στην Ελλάδα. Ο Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου δεν ξαναέγινε ποτέ πια Ιούλιο μήνα μετά την άσχημη εμπειρία του 1986 και η διαδρομή του τροποποιήθηκε από την επόμενη φορά αλλά και πρόσφατα μια ακόμα.

Δημήτρης Μυστακίδης : Δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά και 4 χρόνια αργότερα είχε ένα σοβαρό ατύχημα που τον απομάκρυνε οριστικά από την αγωνιστική δραστηριότητα, συνέχισε όμως για πολλά χρόνια τις ορειβατικές διασχίσεις και αποστολές.

Βασίλης Χαλκιάς : Τη δεκαετία που ακολούθησε, έγινε ο θρύλος του αγώνα, με συνεχόμενες νίκες και το όνομά του έγινε συνώνυμο του αγώνα και του αθλήματος. Ένα χρόνο αργότερα διακρίθηκε στο Σπάρταθλο. Από το 2000 και πέρα είχε σπάνιες εμφανίσεις σε αγώνες βουνού.

Βαγγέλης Γραμματόσης : Ταλέντο του στίβου, δύο χρόνια αργότερα έφυγε στο εξωτερικό και όταν επέστρεψε είχε σταματήσει τον αθλητισμό, συμμετείχε όμως και πάλι στον αγώνα χωρίς αξιώσεις νίκης. Σήμερα συνεχίζει να αγωνίζεται σε μεγάλους και μικρούς αγώνες βουνού. Με τον Βαγγέλη γνωρίστηκα το 2003 στη διάρκεια του τότε αγώνα, όταν συναντηθήκαμε στην Πετρόστρουγκα και τον ρώτησα να μάθω πώς λέγεται. Σήμερα πια μας συνδέει μια όμορφη φιλία ως συντοπίτες και συναθλητές.

Πέτρος Καψομενάκης : Δεν ξαναφάνηκε ποτέ σε αγώνα ορεινού τρεξίματος, συνέχισε όμως την ορειβασία και τις αποστολές.

Οι Υπόλοιποι αθλητές : Οι περισσότεροι δεν συνέχισαν να αγωνίζονται τα επόμενα χρόνια. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δοκίμασαν την πρώτη φορά από περιέργεια, ωστόσο βοήθησαν με τη συμμετοχή τους να γυρίσει μια σελίδα στα υπαίθρια αθλήματα στην Ελλάδα. Αρκετοί άλλοι, νεαροί κυρίως, αγάπησαν το άθλημα και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να συμμετέχουν σε αγώνες ορεινού τρεξίματος.

Διοργανωτές : Οι άνθρωποι που έριξαν την ιδέα ενός αγώνα τρεξίματος στο βουνό, συνέχισαν να είναι ορειβάτες οι ίδιοι, έφυγαν όμως γρήγορα από το προσκήνιο του αγώνα, αφήνοντας τη διοργάνωσή του στους υπόλοιπους του Συλλόγου. Δεν μνημονεύω κάποιον, γιατί δεν έμαθα ποτέ τίνος ιδέα ήταν, αν και πρέπει να αποτέλεσε συλλογική ιδέα 3-4 νεαρών ορειβατών. Θα ήθελα να μνημονεύσεω μόνο το όνομα του μακαρίτη Σούλη Κιορπέ -συμμετείχε το 1986- γιατί δεν βρίσκεται σήμερα πια ανάμεσά μας. Δεν πρόλαβα να του ζητήσω συγνώμη για τη διαμάχη μας αλλά είμαι βέβαιος ότι κι εκείνος το ξεπέρασε γρήγορα, όσο κι εγώ.

Το Άθλημα : Μετά από τέλμα πολλών χρόνων, το ορεινό τρέξιμο γνώρισε άνθηση μετά από σχεδόν 20 χρόνια, με τη δημιουργία του Olympus Marathon το 2004 και πολλών ακόμα αγώνων στο πιο πρόσφατο παρελθόν. Την ονομασία «ορεινό τρέξιμο» την πήρε μετά το 2000. Μέχρι τότε ο μόνος όρος για το άθλημα ήταν ο τίτλος του αγώνα: «Ορειβατικός Μαραθώνιος». Σήμερα σχεδόν 50 αγώνες διοργανώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 5.000 συμμετοχές αθλητών κάθε επιπέδου, προκαλώντας το ενδιαφέρον ακόμα και του ΣΕΓΑΣ, που αποτελεί τον επίσημο φορέα του κλασικού αθλητισμού.

Ο υπογράφων : Ένα μήνα μετά τον αγώνα ταξιδέψα με το Δημήτρη στις Άλπεις, σε μια αποτυχημένη ορειβατική αποστολή. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έφυγα στο στρατό. Η επόμενη φορά που ξαναέτρεξα στον ΟΜΟ ήταν το 1991. Θυμωμένος από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του ΕΟΣ, είχα δώσει υπόσχεση να μην ξανατρέξω εκεί, που (φυσικά) δεν τήρησα.

3. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ : Ελάχιστες είναι οι φωτογραφίες από τον πρώτο αγώνα του 1986. Δυστυχώς, τα χρόνια εκείνα κανείς μας και κυρίως οι διοργανωτές, δεν είχε την πρόνοια να ντοκουμεντάρει το γεγονός, με αποτέλεσμα μια ιστορική στιγμή να περάσει μόνο στις μνήμες εκείνων που ήταν παρόντες. Παρακαλώ όσους έχουν στην κατοχή τους φωτογραφικό υλικό να επικοινωνήσουν μαζί μου, ώστε να γίνει μια συλλογική προσπάθεια συγκέντρωσης φωτογραφιών, από ένα γεγονός που δημιούργησε ιστορία.

4. ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ : Καλώ αθλητές που συμμετείχαν στον πρώτο εκείνο αγώνα, να δηλώσουν φέτος συμμετοχή στον «Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου», ώστε να μπορέσουμε να ξαναβρεθούμε και πάλι όλοι μαζί, 25 χρόνια μετά! Όσοι ενδιαφέρονται και μπορούν, ας επικοινωνήσουν μαζί μου στο rigos@a-z.gr

3 σχόλια:

Agiofws είπε...

Λάζαρε πολύ ενδιαφέρον η μικρή ιστορία για την αρχή του ορεινού τρεξίματος στις περιοχές του Ολύμπου. Πραγματικά ο Αγώνας πρέπει να ήταν πολύ δύσκολος τότε.

*Απ'ότι είδα στην φωτογραφία μου θύμισες τον Krupicka :) .

ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ ΜΙΧΑΗΛ είπε...

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΟΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΜΗΝ ΝΙΩΘΕΙ ΤΟ ΔΕΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ, ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ TRAIL RUNNING. ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΒΑΛΩ ΤΑ ΤΟΣΑ ΤΖΕΛΑΚΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ... ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΝ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ. ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ 25α ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΣΟΥ OLYMPUS MARATHON.

ADVENdURE είπε...

Να ενημερώσω αγαπητέ φίλε Μιχάλη, ότι τα 25α γενέθλια θα τα γιορτάσει ο έτερος αγώνας που γίνεται στον Όλυμπο, ο "Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου", όχι ο "Olympus Marathon"

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets