20 Φεβρουαρίου 2011

O δικός μου ROUT : Προσωπική προσέγγιση στο πρώτο ελληνικό 100 miler

Το πρώτο 100miler Μάρτιος 2010
στις ανηφόρες του Θεολόγου,
λίγο πριν το τέλος
Σκηνή 1η, Οκτώβριος 2009: Η ξύλινη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση κυριεύει τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και γεμίζει το χρόνο και το χώρο με ανατριχίλα, καθώς στέλνει στην αιωνιότητα το μήνυμα της ελευθερίας, το γαλάζιο της Ελλάδας. Οι στροφές του δρόμου μπροστά μου χαρίζουν λύτρωση απ όσα φορτωθήκαμε στις πλάτες μας τις προηγούμενες μέρες. Χωμένος βαθειά στη θέση του συνοδηγού, βλέπω το Χρήστο να μου χαμογελάει: «τα καταφέραμε φίλε…». Ο πρώτος ROUT έχει μόλις περάσει στην ιστορία, περνώντας από φωτιά και σίδερο, βγαίνοντας νικητής. Συμβολική η επιλογή του τραγουδιού απ το φίλο μου. Στην επινίκια κουβέντα που ανοίγουμε, μου επισημαίνει: «…έχε μόνο στο μυαλό σου, τι διαδρομή θα μπορούσαμε να βρούμε, αν χρειαστεί ο αγώνας να μεγαλώσει κάποτε…». Χαζεύω τα πυρπολημένα χρώματα του δάσους έξω απ το παράθυρο και το μυαλό μου αβίαστα βγάζει την ετυμηγορία. «Έτοιμη είναι η διαδρομή Χρήστο και είναι 100 μίλια» του αντιτείνω αμέσως. Γυρίζει και με κοιτάζει με σημασία…

Σκηνή 2η, Μάρτιος 2010: Φοβάμαι ότι θα με ξαναπιάσει η νύστα κι ας ξύπνησα για τα καλά λίγο νωρίτερα στη Ζαρκαδιά. Κοντά μισή ώρα με κράτησε ο Χρήστος εκεί, με τη μια και με την άλλη δικαιολογία. Να ζεσταθώ στη φωτιά, να φάω, να ξεκουραστώ, να μου κάνουν μασάζ. Μέχρι να φτάσω εκεί, πέρασα ένα 24ωρο και έναν κόσμο ολόκληρο. Είμαι και πάλι μόνος, θα χαράξει σε μία ώρα κι εγώ νιώθω δυνατός. Μπροστά μου η ανηφόρα της Οξιάς. Είμαι περίπου στο 124, μόλις έχω περάσει το όριο των 123 χιλιομέτρων του ROUT και κατευθύνομαι προς τη Χαϊντού, για να κερδίσω ένα στοίχημα: αν καταφέρω εγώ τα 100 μίλια, θα τα καταφέρουν και οι αθλητές μας. Έτσι απλά. Πρέπει να φτάσω στη Χαϊντού οπωσδήποτε, άλλα 40 χιλιόμετρα μείνανε, θα τα καταφέρω αφού έφτασα ως εδώ. Αν αποτύχω, χάνουμε όλοι, ο ROUT θα κολλήσει εκεί που είναι. Κουβαλάω τον ασύρματο κι αυτό μου δίνει αυτοπεποίθηση μες στη νύχτα. Ορμάω στον ανήφορο μες στα σκοτάδια, για μια ακόμα φορά –ποια άραγε, έχω ξεχάσει πια- τα τελευταία τρία χρόνια στη Ροδόπη.

Ο αυτόματος πιλότος με σπρώχνει βαθειά στη νύχτα, ξέρω από πριν πού να πατήσω. Πριν περάσει αρκετή ώρα όμως, με ξαναπιάνει η νύστα. «Φτάνει πια», σκέφτομαι! «Θα κοιμηθώ για πέντε λεπτά, πέντε λεπτά μόνο». Βρίσκω κάπου να ισιώνει η πλαγιά και σαν αγρίμι κουλουριάζομαι πάνω στα ξερά φύλλα. Από πάνω μου η αιωνιότητα του γαλαξία με παρατηρεί, ασήμαντος κι εγώ ανάμεσα στους γυμνούς κορμούς προσπαθώ να βολέψω το πονεμένο μου κορμί. Σκεπάζω καλά το κεφάλι μου και θυμάμαι για μια ακόμα φορά εκείνη τη σχολική γνώση με το φως, που κάνει χιλιάδες χρόνια να έρθει σε μας απ τις εσχατιές τ’ ουρανού και κοιτάζω ξανά προς τα πάνω, το μυαλό δε λέει να ησυχάσει. Άραγε τι να σκέφτονται για μένα εκεί κάτω στη Ζαρκαδιά, οι φίλοι που με στηρίζουν. Κι άραγε, τα κορίτσια μου είναι σκεπασμένα αυτή την ώρα στα κρεβατάκια τους. Χρόνια, δάκρυα και όνειρα, θολώνουν σαν ομίχλη τη σκέψη μου. Δε φοβάμαι το σκοτάδι, δε φοβάμαι να αποκοιμηθώ. Όχι γιατί νυστάζω αλλά γιατί νιώθω ένα με το δάσος. Τώρα όμως που θέλω να κλείσω για λίγο τα μάτια, ξέρω πως τώρα θα περάσουν όλα από μπροστά μου: τα γιατί, τα αν και τα μήπως. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώ να μη σκέφτομαι, βολεύω το κεφάλι μου πάνω στο σακίδιο. Μάταια! Όρθιος και πάλι, βλέπω το ρολόι. Τρία λεπτά πέρασα ξαπλωμένος. Πότε θα χαράξει; Πέντε και κάτι πήγε. Κουράγιο, σε λίγο θα φέξει, αλλά πρέπει να καβατζάρω την Οξιά για να δω προς την ανατολή. «Φύγε» σπρώχνω τον εαυτό μου. «Από σένα περιμένουν όλοι, προχώρα». «Δύσκολη ιστορία τα εκατό μίλια» σκέφτομαι. «Ποιοι άραγε θα ήθελαν να ζήσουν αυτή την εμπειρία που περνάω τώρα, έτσι όπως την περνάω τώρα; Πρέπει να είμαι τρελός…». Λίγο πιο πάνω φτάνω στο αγαπημένο μου διάσελο. Το λυκαυγές φωτίζει την ελπίδα μέσα μου. Ασύρματος: «Ακούει η Ζαρκαδιά το Λάζαρο; Χρήστο, αν με ακούς, πέρασα τη μεγάλη ανηφόρα, είμαι καλά, τα λέμε στη Σίλλη. Όβερ». Ξέρω πια ότι το έχω ήδη κάνει, τα καταφέραμε! Άλλες 8 ώρες μείνανε, κουράγιο…

Από το πρώτο 100miler (Μάρτιος 2010), Φαρασινό. Μετά από 50
χιλιόμετρα φεύγω ολομόναχος για τις ερημιές της Ζαγκραντένιας.
Θα τους ξανασυναντήσω μετά από 40 χιλιόμετρα και τουλάχιστον
8 ώρες αβεβαιότητας, τόσο για μένα όσο και για όλη την ομάδα.
Δεν υπήρχε όμως "πίσω" σ' αυτή την ιστορία, μόνο "μπροστά" 
Σκηνή 3η, Οκτώβριος 2010: Τρεις φακοί μπροστά μου, δείχνουν το δρόμο. Είμαστε στο πιο πολύπλοκο κομμάτι της διαδρομής, εκεί στη Ζαγκραντένια. Έφυγα απ το σταθμό τελευταίος, παρέα με τον Γιάννη το Γερμακόπουλο. Σιωπηλοί τραβάμε το δρόμο μας. Είμαστε στο 70 και ζούμε τον ROUT των 100 μιλίων εδώ και 15 ώρες. Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει και το κρύο τσούζει. Είμαι «σκούπα», παρέα με τους τελευταίους της κούρσας. Πίσω στο σταθμό του Κρούσοβου, οι εθελοντές κράτησαν την ευγνωμοσύνη αυτών που συνέχιζαν, κι εκείνα τα ευλογημένα κούτσουρα που έκαιγαν τη φωτιά για να ζεσταίνονται οι καρδιές και τα παγωμένα χέρια. Τα χνώτα μου θολώνουν τη δέσμη του φακού και το βουητό απ τη ρεματιά κάτω, ναρκώνει το φόβο. Μετράω ξανά αυτούς που θα έπρεπε να ακολουθώ. Μα δεν είναι παρά κάποια φώτα που πλανιόνται στα βάθη της νύχτας. Περνάμε τη «μπάρα του μίσους». Αυτή που για μας δεν ανοίγει ποτέ, από τους αφέντες του τόπου, είμαστε μόνιμα ανεπιθύμητοι –εμείς κι ο αγώνας μας- από οικοδεσπότες πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, που διαφεντεύουν τη δική τους terra incognita. Χαιρετώ τους δύο εθελοντές που έκαναν τον έλεγχο των αθλητών. «Πέρασαν 45» μου λένε. «Εμείς φεύγουμε τώρα που τελειώσαμε, καλό κουράγιο». Παίρνω το χαρτί με τα νούμερα και τις ώρες και το καταχωνιάζω γρήγορα στο σακίδιό μου. Ο Αχιλλέας με τον Αντώνη έχουν φύγει μπροστά, θα τους προλάβω.
Περπατάω και πάλι μόνος στο σκοτάδι, δεν είμαι όμως μόνος πια. Άλλοι πενήντα άνθρωποι σέρνουν τα βήματά τους στη νύχτα και στην απεραντοσύνη της Ροδόπης κι άλλοι εκατό υπομένουν το κρύο και το σκοτάδι για να τους δώσουν κομμάτι απ τους εαυτούς τους . Βαδίζω βιαστικά να προλάβω τους τελευταίους.

Εργοτάξιο Ζαγκραντένιας, Χριστούγεννα 1984. Όταν η λέξη
"Φρακτό" ήταν ακόμα άγνωστη και οι άνθρωποι πιο αληθινοί.
Εμπειρίες όπως εκείνη με έδεσαν ακόμα περισσότερο με αυτά
τα πανέμορφα δάση 
Προσπερνάω τα απομεινάρια του παλιού δασικού εργοτάξιου, όταν η Ζαγκραντένια λεγόταν από όλους Ζαγκραντένια, και η λέξη Φρακτό μόνο σαν κακόγουστο αστείο θα μπορούσε να ακούγεται. Ζαγκραντένια, αποκομμένος ζεστός τόπος, στα βουλγάρικα, αποδίδει ακριβώς τον προσδιορισμό του μέρους –αρκεί να εξαιρέσουμε βέβαια την παγωνιά που ρίχνει απόψε αυτιά και μύτες. Ήταν αρχές του ’80, τότε που εγώ γνώρισα αυτά τα δάση, κοντά τριάντα χρόνια πίσω. Τότε που η νιότη άνθιζε κι η δίψα για περιπέτεια με έστελνε αβίαστα στα μέρη που ανέδιδαν το άρωμα του άγνωστου, του πρωτόγονου. Βουτιά στο χρόνο. Χριστούγεννα 1984, χιονίζει ασταμάτητα στο εργοτάξιο της Ζαγκραντένιας εδώ και μέρες. Η μεγάλη παρέα μας περνούσε τις ώρες της μπροστά στη φωτιά, με γέλια και σχέδια για μελλοντικές περιπέτειες στα βουνά του κόσμου. Δεν ήθελα τίποτα άλλο, ήμουν νέος και ευτυχισμένος και κουβαλούσα αγκαλιές ξύλα στην τεράστια σόμπα-βαρέλι. Τριγύρω μου όλα ήταν θαμμένα στο χιόνι και το hit της χρονιάς εκείνης ήταν το “Last Christmas I gave you my heart…” Έδωσα την καρδιά μου άραγε εκεί που έπρεπε;

Πίσω στο σήμερα, φτάνω τα παιδιά, που πηγαίνουν σταθερά. Τριγύρω μας αρχίζει να ασπρίζει, είναι τα χιόνια που έπεφταν απ το πρωί. Αλλάζουμε μερικές κουβέντες μεταξύ μας. Το κρύο σκληρό, οι στιγμές δύσκολες για τους αθλητές, έχουν ήδη 17 ώρες στον αγώνα. Ο πρώτος απ τους 45 βρίσκεται στο 125 χιλιόμετρο κι ο τελευταίος στο 75! Χάος και έρεβος χωρίζουν αυτές τις μοναχικές μορφές. «Θα τα καταφέρουν;» αναρωτιέμαι «Μήπως ήταν νωρίς για 100 μίλια;» Βλέπω κι άλλο φακό να περιπλανιέται. Είναι ο Γιάννης ο Γκανασούλης, πονάνε τα πόδια του, τραβάει ζόρι. Τους μετράω, ο Γερμακόπουλος έφυγε μπροστά, άρα είναι καλά. Παραμυθένιο το μονοπάτι Ορέστη, το ξέραμε, έτσι δεν είναι; Ταξιδεύουμε στο άγνωστο, τέσσερις σκιές κι ο αέρας ουρλιάζει εδώ πάνω. Τυλίχτηκα με ότι ρούχο είχα μαζί μου. Δεν τολμάω να βγάλω την κουκούλα. Ο ασύρματος κάθε τόσο σπάει τη σιωπή: «Από Πυραμίδα, ακούει ο Ερύμανθος; 38 πέρασαν μέχρι τώρα, περιμένουμε άλλους εφτά». Πιο κάτω φτάνουμε τον Μάντη, μπαίνει στην παρέα μας. Κοντοστέκονται μπροστά μου σε μια διασταύρωση: «από ‘δω;» απορούν. «Ναι, φύγε μέσα στο μονοπάτι, καλά πάτε!». Κουκουλώνομαι ξανά, ψοφόκρυο.

Σαν να ακούω κάποιον να φωνάζει. Κοντοστέκομαι. Κανείς! «Ιδέα μου, ο αέρας είναι…». Συνεχίζω. Ο Μάντης μου πιάνει κουβέντα για πράγματα που με στεναχώρησαν παλιότερα και θέλω να τα ξεχάσω. Πιάνουμε σύνορα, στο βάθος φέγγει απ την Πυραμίδα-148. «Ανάψανε φωτιά» σκέφτομαι. Με τέτοιο κρύο… «Ελάτε παιδιά, τα νούμερά σας;». Να κι ο Μιχάλης ο Στύλλας «Τι έγινε Μάικ, πρόβλημα;» Ο αέρας ξυρίζει, το χιόνι στρωμένο παντού. Εδώ είναι τα μισά του αγώνα. Οι τύποι είναι παλαβοί, έχουν στήσει αντίσκηνο και θα ξημερώσουν εδώ πάνω. Είναι εθελοντές διασώστες μου εξήγησαν και κάνουν άσκηση. Η φωτιά τα λέει όλα, σε μαγεύει, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. «Άρα περιμένουμε έναν ακόμα» μου λένε. «Δε γίνεται, είμαι η σκούπα, δεν υπάρχει άλλος πίσω μου» απαντώ. Βάζουμε κάτω τα χαρτιά και συγκρίνουμε. Λείπει ο Αχιλλέας! Οι φωνές που άκουγα νωρίτερα… «Φύγετε, συνεχίστε, θα τον ψάξουμε εμείς». Παίρνουμε την κατηφόρα, εγώ, ο Γιάννης κι ο Μάντης. Αχ, ας βρεθεί ο Αχιλλέας…

Ο Γιάννης ο Γκανασούλης πονάει πολύ κι ο κατήφορος είναι φρικτός. Πριν τρεις νύχτες ήμουν πάλι εδώ και σηματοδοτούσα τη διαδρομή, μες στη βροχή. Deja vu ή νύστα; Τα μάτια μου βαραίνουν, ψάχνω για αφορμές να ξυπνήσω. Παρακαλάω να ακουστεί ο ασύρματος, αλλά τον χρειάζομαι όλο και πιο συχνά. Είμαστε όλοι κουρασμένοι. Όλοι στο πόδι απ τα προηγούμενα χαράματα. Ο Γιάννης μας ζητάει να τρέξουμε γιατί τον χτυπάει υποθερμία. Λύτρωση; Περασμένα μεσάνυχτα. «Κουράγιο παιδιά, πέντε χιλιόμετρα ακόμα για τη Γιουμουρλού» τους καθησυχάζω αλλά με πιάνει δέος. Θέλω να πέσω στο πλάι και να κοιμηθώ, δεν αντέχω! Ο Μάντης κρατάει το ηθικό με την κουβέντα του, ο Γιάννης όμως πονάει κι εγώ νυστάζω. Φοβάμαι ότι θα παραπατήσω και θα φύγω κάτω στην πλαγιά.

Γιουμουρλού 27 Μαρτίου 2010, μεσάνυχτα. Μετά από 90 χιλιόμετρα
ταλαιπωρίας, ένα γερό διάλειμμα ανασύνταξης για τη βουτιά στη νύχτα
και στο ατέλειωτο Μέγα Ρέμα. Η πάλη με τα χιόνια έμεινε πίσω,
το μακρύ σκοτάδι όμως είναι μπροστά
Γιουμουρλού! Φώτα! Εθελοντές! «Παιδιά παγώσαμε, υπάρχει χώρος σε κανένα απ τα αυτοκίνητα;» τους ζητάω. «Είσαι ο Ρήγος; Σε ψάχνουν απ τη Ζαρκαδιά, μίλα στον ασύρματο». Ο Μάντης το ξανασκέφτεται «Πόσο είπες ότι είναι μέχρι το Αλήκιοϊ, δέκα χιλιόμετρα; Θα πάω σιγά-σιγά». Σβήνει στη νύχτα, τον σκέφτομαι, τον πονάω, έτσι όμως είναι ο αγώνας! Φεύγει το αυτοκίνητο κι εγώ είμαι μέσα και ζεσταίνομαι. Παρέδωσα τη σκυτάλη της «σκούπας» στο Βαγγέλη και τον φίλο του, που έφυγαν πίσω απ το Μάντη με τα ποδήλατά τους. Ώρα Ελλάδος δύο μετά τα μεσάνυχτα. Αυτός είναι τελικά ο ROUT; Όχι μόνον αυτός. Δυο χιλιόμετρα μετά, ένας φακός μας πλησιάζει «Σταμάτα, ο Γερμακόπουλος!» φωνάζω. Ανοίγω το παράθυρο και το θέαμα μου φέρνει δάκρυα. Ο Γιάννης, φάντασμα, χαμένος στην απόγνωση, μου εξηγεί ότι έχασε μια ώρα νωρίτερα, χάνοντας τη διαδρομή! Το βλέμμα του κοιτάει εμένα αλλά βλέπει πέρα από μένα και το βλέπω! Τρομάζω απ το θέαμα, θέλω να του πω να μπει στο αμάξι, να σωθεί. Με προλαβαίνει όμως «θα συνεχίσω…». Του εύχομαι, κλείνω το παράθυρο και με πιάνει βουβό κλάμα καθώς γυρίζω απ την άλλη μεριά για να μη με βλέπουν. Λίγο μετά με παίρνει ο ύπνος, αγκαλιά με το σακίδιό μου. Ο ασύρματος ακούγεται ακόμα...

Άνθρωποι πέρα απ τις προσδοκίες μου, άνθρωποι πάνω απ το μεγαλείο. Αυτός είναι ο ROUT!

Ένα 24ωρο αργότερα, ο Μάντης κι ο Γιάννης έφτασαν στον τερματισμό, σε πείσμα της λογικής, περνώντας πάνω από 40 ώρες μες στις ερημιές του ελληνικού “blank on the map”. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι του ROUT...

Αντοχή, είναι ο ορισμός της ανθρώπινης θέλησης και περνάει από γενιά σε γενιά, μέσα απ τα γονίδια…

28 Μαρτίου 2010: Τα πρώτα 100 μίλια επί ελληνικού εδάφους
μόλις έχουν τελειώσει μετά από 33 ώρες και ατέλειωτες
εναλλαγές του καιρού. Περιχαρείς οι συντελεστές
φωτογραφιζόμαστε στο Δασικό Χωριό.
Επίλογος: Η Σίλλη τρέχει μπροστά μου στο σκοτάδι (πάλι). Η πιστή αδέσποτη σκυλίτσα μ ακολούθησε κι αυτή τη φορά. Μ ακολουθεί όσες μέρες κι αν χρειαστεί, όσο πεινασμένη κι αν είναι. Πού βρισκόμαστε απόψε; Στην κατεβασιά του Φαρασινού, στις ανηφόρες της Οξιάς, στη Χαράδρα-14, στο Θεολόγο; Είναι καλοκαίρι, χειμώνας; Πόσα χιλιόμετρα πέρασαν, πόσα μένουν; Μετράω το χρόνο ή την απόσταση; Έχω να φάω ή μου τέλειωσαν όλα; Δεν ξέρω, δε με νοιάζει, δεν έχει σημασία, είμαι ΕΚΕΙ! Θα είμαι ΕΚΕΙ!

Αν ξαναγράψω αύριο για τα ίδια που έζησα χτες, σίγουρα θα τα γράψω αλλιώς. Γιατί άραγε η ανθρώπινη ψυχή είναι τόσο περίεργη; Δεν θα μάθω ποτέ…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπ-
αρθεί από μιά μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασί-
ες, καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μιά δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει
τη δύναμη του ανθρώπου. Τρομάζεις γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις
πως υπάρχει η δύναμη αυτή, δεν μπορείς πιά να βρείς δικαιολογίες γιά
τις ασήμαντες ή άναντρες πράξες σου, γιά τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνο-
ντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πιά πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η
μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις,
ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς,
ντρέπεσαι να περγελάς αν μιά φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πιά
καταλαβαίνεις πως αυτή'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει
πως ζητάει το αδύνατο. Και να'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέ-
ρει πως αν δεν λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική,
μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα
να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος
κοινός νούς δεν θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.
Πρόλογος Καζαντζάκη απο "Καπεταν Μιχαλη"
Stelios Gkekas

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets