22 Μαρτίου 2011

1986-2011, 25 χρόνια ελληνικό ορεινό τρέξιμο. (Μέρος Α: Εν αρχή ην ο λόγος)

Χαμένοι μέσα σε ένα καταιγισμό εξαγγελίας αγώνων ορεινού τρεξίματος, που αρχίζει να μοιάζει σαν κάτι φυσιολογικό, είναι βέβαιο ότι πολύ λίγοι θυμήθηκαν ότι το 2011 αποτελεί το αργυρό ιωβηλαίο του ελληνικού ορεινού τρεξίματος. Ναι, πέρασαν κιόλας 25 χρόνια από τη χρονιά που διοργανώθηκε ο 1ος «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου», από τον ΕΟΣ Θεσσαλονίκης. Τι κρίμα όμως, το γεγονός εκείνο όμως δεν είχε τα χαρακτηριστικά του ορόσημου, του συμβάντος που θα άλλαζε τη ροή της ιστορίας στο χώρο αυτό. Σχετικά άδοξη η συνέχεια αυτής της τόσο πρωτοποριακής πρωτοβουλίας νεαρών μελών του Θεσσαλονικιώτικου Συλλόγου, που μεταλαμπάδευσαν τη φιλοσοφία των Άλπεων στην Ελλάδα. Γραφειοκρατικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις του ορειβατικού κατεστημένου, φρέναραν τη δυναμική που εκπροσωπούσε μια τόσο προχωρημένη αντίληψη για τον αθλητισμό και μια τόσο αιρετική αντίληψη για την ορειβασία. Ποιο ήταν το περίγραμμα της εποχής? Δύσκολο να το συλλάβω σε όλο του το εύρος, όμως θα κάνω μια προσπάθεια, μέσα από την προσωπική μου πορεία προς το ορεινό τρέξιμο, να σκιαγραφήσω και την εποχή…


Τα τέλη της δεκαετίας του ’70, σήμαιναν και το τέλος της εφηβείας μου κι ενώ είχα περάσει στην επόμενη φάση της ζωής μου, είχα συμπληρώσει τουλάχιστον μια πενταετία αναζητήσεων στα βουνά, στην περίοδο των χρόνων της αθωότητας. Ήταν εκείνη η εμπειρία των παρεΐστικων εξορμήσεων σε εύκολα βουνά, όπου κυρίως αποζητάγαμε την περιπέτεια μέσα από τη διαβίωση στη φύση, στήνοντας κατασκηνώσεις σε ξέφωτα και ζώντας τις πρώτες μας βραδιές γύρω από μια φωτιά, μιλώντας για όλα αυτά που είχαμε διαβάσει στα βιβλία ή εκείνα που έτυχε να έχουμε ακούσει σαν αφηγήσεις άλλων. Εκείνο τον καιρό ρουφούσα ξανά και ξανά τις ιστορίες από τα παλιά, όπως τις είχα διαβάσει σ ένα βιβλίο-αφιέρωμα του 1977 για τα 25 χρόνια του ΣΕΟ Θεσσαλονίκης. Στις σελίδες του ανακάλυψα τον Χρήστο Κάκκαλο, το Γιόσο Αποστολίδη, το Γιώργο Μιχαηλίδη κι άλλους, που η παρουσία τους στα ελληνικά βουνά αποτέλεσε την αφορμή για έμπνευση. Παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες στόλιζαν το έτσι κι αλλιώς ασπρόμαυρο βιβλίο, που η αξία του για μένα ξεπερνά ακόμα και σήμερα πολλά παρόμοια και σύγχρονα, με φανταχτερό διάκοσμο. Ήταν κι ελάχιστα ακόμα έντυπα που μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των εκδόσεων που ασχολούνται με την περιπέτεια. Αναφέρομαι στα υποτυπώδη έντυπα των ορειβατικών συλλόγων, πολλά από τα οποία είχα σπάνια την ευκαιρία να ξεφυλλίζω σε βιβλιοθήκες ορειβατικών συλλόγων. Το περιοδικό «Ταξιδεύοντας», συχνά φιλοξενούσε όμορφες περιγραφές του Γιώργου Σφήκα, από τις εξορμήσεις του στα ελληνικά βουνά, διανθισμένες με σπάνιες έγχρωμες εικόνες. Το βιβλίο του Νίκου Νέζη «Τα ελληνικά βουνά», κυκλοφόρησε αρκετά πριν το γύρισμα της δεκαετίας και με είχε απορροφήσει, καθώς παρουσίαζε διαδρομές για αναβάσεις σε όλα τα βουνά πάνω από 1000 μέτρα. Πέρασα πολλά βράδια ξεφυλλίζοντάς το και κάνοντας όνειρα για αναβάσεις σε βουνά, που ούτε από φωτογραφία δεν τα γνώριζα.

Λόγος βέβαια δεν γινόταν για εξορμήσεις με ορειβατικούς συλλόγους, καθώς η πρώτη μου εμπειρία ήταν μάλλον τραυματική κι έτσι αποφάσισα ότι δεν έχω κανένα λόγο να συναναστρέφομαι με αυτό το σινάφι, που μου έδωσε την εντύπωση εγκλωβισμένων σε ιδεοληψίες γερασμένων ανθρώπων, που μάλλον θεωρούσαν φέουδό τους το βουνό. Έτσι διάλεξα την «κατά μόνας» γνωριμία των βουνών, γεγονός που μάλλον καλό μου έκανε στη συνέχεια, αφού αυτή η μοναχική πορεία με γαλούχησε σε αρχές ανεξαρτησίας και δημιούργησε μέσα μου το υπόβαθρο για τον αιρετισμό στις «πολιτικά ορθές» απόψεις της ορειβασίας, όπως εκφραζόταν από τους μικροπαράγοντες του κατεστημένου των συλλόγων. Δυστυχώς ήταν αρκετά στρεβλή αυτή η εικόνα, ωστόσο με απώθησε στην αντίπερα όχθη, για να αναζητήσω εκεί πιο καθαρές αξίες.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, άνοιξα περισσότερο τα φτερά μου στα βουνά, φεύγοντας μακρύτερα και ανεβαίνοντας ψηλότερα. Τότε ανακάλυψα ότι με συνεπαίρνει η ταχύτητα στις ανηφόρες! Για να είμαι ακριβέστερος, με συνάρπαζε εκείνος ο αγώνας να πάρω οξυγόνο την ώρα που η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, καθώς κινούμουν οριακά γρήγορα και πέρα απ τα όρια, φτάνοντας σταδιακά στην εξουθένωση. Ατέλειωτες γυμνές αλπικές πλαγιές, οδηγούσαν σε κορυφές, που έλεγες: «πόσες ώρες άραγε θέλω ακόμα για να φτάσω στο κολωνάκι της κορυφής…» Οι αναβάσεις γίνονταν πάντα με φορτίο στην πλάτη, και συνήθως οι πορείες ήταν εκτός μονοπατιών, αφού ο σχεδιασμός δεν λάβαινε υπόψη πιθανά μονοπάτια, που σπάνια υπήρχαν κάπου εκεί κοντά. Το τρέξιμο, αποτελούσε μέρος της κατάβασης συνήθως, αφού αυτή πρόσφερε την ευκαιρία για μια ευχάριστη απόδραση από τις συμπληγάδες της ανηφόρας. Αποτελούσε όμως μια συναρπαστική εμπειρία, το ίδιο ενδιαφέρουσα με την εξόντωση των αναβάσεων.

Εκείνο τον καιρό (αρχές του ’80), οι μόνοι αγώνες δρόμου που μου ήταν γνωστοί, ήταν οι μαραθώνιοι των μεγάλων διοργανώσεων, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να με αφορούν, παρά μόνο ως θεατή. Τα ΜΜΕ της εποχής, περιορίζονταν σε πολιτικές εφημερίδες, δυο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια και τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών από χώρους όπως αυτός της περιπέτειας ήταν απελπιστική. Η ανάβαση στο Έβερεστ αποτελούσε ακόμα έναν άθλο, αφού κάθε χρόνο ανέβαιναν εκεί μετρημένοι στα δάχτυλα ορειβάτες και ακόμα και το κατόρθωμα του Reinhold Messner το 1980 με την πρώτη σόλο ανάβαση ταχύτητας εκεί, παρέμενε άγνωστη στην ελληνική κοινότητα. Το πάνθεον των αγώνων βουνού ανά την υφήλιο είναι ζήτημα αν περιλάμβανε περισσότερους από 10-15 αγώνες, για μερικούς περιθωριακούς τύπους που κοσμούσαν κάποιες εσωτερικές σελίδες εντύπων χάρη στην ιδιορρυθμία τους. Φυσικά, δεν είχαμε καμιά ελπίδα να μάθουμε οτιδήποτε για όλες αυτές τις ενδιαφέρουσες ιστορίες εδώ στην Ελλάδα. Ο όρος «Ορεινό Τρέξιμο» ήθελε ακόμα περίπου 25 χρόνια για να ακουστεί στην ελληνική του εκδοχή.

Το 1983 αποτέλεσε για μένα ένα σημείο αναφοράς. Τότε γνωρίστηκα με κάποιον ιδιαίτερο άνθρωπο, που θα ασκούσε πάνω μου μεγάλη επιρροή, χάρη στις αρχές που εκπροσωπούσε, αρχές που αποτελούσαν θαρρείς το «ιερό δισκοπότηρο» των αναζητήσεών μου στα βουνά. Ο Δημήτρης Μυστακίδης, ήταν ένας αιρετικός των βουνών, ένας περίπου αποδιοπομπαίος τράγος, τον οποίο όμως κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει στην ορειβατική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αφού ελάχιστοι είχαν τη δική του φυσική κατάσταση. Η περίπτωση του Δημήτρη δεν θύμιζε κανέναν και τίποτα μέχρι τότε στα βουνά. Ένας άνθρωπος έβγαινε ντυμένος σαν δρομέας στο βουνό, με αθλητικά παπούτσια (!) σορτσάκι και μπλούζα-τιράντα, φορτωμένος μ ένα σακίδιο πολύ μικρότερο από κείνα που συνήθιζαν να κουβαλούν οι ορειβάτες, κι εκείνο που έκανε ήταν να τρέχει προς την κορυφή, αφήνοντας τους πάντες άφωνους! Γυμναστής ο ίδιος, είχε στο πετσί του τον κλασσικό αθλητισμό και συνήθιζε να παίρνει μαζί του στα βουνά τους μαθητές του. Ένας αθλητής των βουνών, με θηριώδες μυϊκό σύστημα και (συνειδητή) άγνοια κινδύνου, αποτολμούσε στα βουνά τα πάντα. Κύριος στόχος του οι διασχίσεις μεγάλων ορεινών όγκων, σε χρόνους που δεν φαντάζονταν κανείς εκείνη την εποχή. Ήταν ο άνθρωπος που τα έβαλε με τα χρονόμετρα, καταγράφοντας πάντα τις επιδόσεις του σε ώρες και λεπτά. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά του κι ο ηγετικός του χαρακτήρας, έδειχναν να παρασέρνουν μερικούς ακόμα στα παράτολμα σχέδιά του. Τότε, την άνοιξη του 1983, βρέθηκα τυχαία μαζί του και από τότε άλλαξαν όλα για μένα. Ήταν μια αποκάλυψη! Έτσι, άρχισα να τρέχω προσπαθώντας ν ακολουθήσω αυτόν τον ιδιόρρυθμο τύπο, που είχε κάνει μια λίστα με βουνά και τα έσβηνε ένα-ένα. Έτσι ήρθε για μένα το ξεκίνημα για αυτό που αποτελεί το speed climbing στην πιο «πεζοπορική» του εκδοχή ή αλλιώς τον πρόγονο του mountain running, του τρεξίματος στα βουνά δηλαδή, αλλά όχι απαραίτητα στα μονοπάτια (trail). Στο μεταξύ, την ίδια εποχή οι αδελφοί Crane, διέσχιζαν τα μονοπάτια των Ιμαλαΐων, σε ένα πρωτοπόρο εγχείρημα, έχοντας για 2000 χιλιόμετρα, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κι ένα σακίδιο.

Συνέχισα άλλα τρία χρόνια, σαρώνοντας τα ελληνικά βουνά παρέα με τον Μυστακίδη αλλά και παράλληλα οργανώνοντας άλλες διασχίσεις περιπέτειας, με άγνωστες διαδρομές και αβέβαιη προοπτική. Ήταν αυτά που με συγκινούσαν, ήταν αυτά που ήθελα να κάνω. Δεν υπήρχαν νεότερα στο χώρο μας από εξελίξεις που να έρχονται απ το εξωτερικό, παρά μόνο η αλλαγή στο θέμα του εξοπλισμού. Δειλά-δειλά, κάποιοι άρχισαν να φέρνουν απ το εξωτερικό μερικά προϊόντα για ορειβάτες. Τότε διαπίστωσα την έννοια lightweight, βλέποντας δυο-τρία καλούδια που ήταν αισθητά ελαφρύτερα απ τις χοντροκοπιές που γνώριζα. Έτσι, κατάφερα να αποκτήσω και το πρώτο ζευγάρι trekking παπουτσιών, με τα οποία οραματιζόμουν ακόμα πιο γρήγορες διασχίσεις στα ελληνικά βουνά.

Την άνοιξη του 1986 η είδηση έπεσε σαν κεραυνός: Ο ΕΟΣ Θεσσαλονίκης, θα διοργάνωνε στις 6 Ιουλίου έναν «αγώνα δρόμου» στον Όλυμπο, που τον ονόμασε «Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου». Ρώτησα κι έμαθα λεπτομέρειες. Ναι ήταν αυτό που ψάχναμε, το όνειρό μας θα γινόταν πραγματικότητα. Άραγε θα το μάθαιναν κι άλλοι όπως εμείς. Άραγε πόσοι θα αποφάσιζαν να μπουν σ αυτόν τον περίεργο αγώνα? Και ποιοι θα ήταν αυτοί?

Στις 6 Ιουλίου 1986, ένας τοίχος θα έπεφτε! Οριστικά!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Διαβάστε το Β' Μέρος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets