18 Μαρτίου 2010

Μεγάλα μονοπάτια, σπουδαίες επιδόσεις

Υπάρχει μια διάχυτη επιφυλακτικότητα για το πόσο αξίζει να διαθέσει κανείς, πολύτιμο χρόνο και κόπο, για να καταφέρει ένα προσωπικό ρεκόρ σε μια ορεινή διαδρομή. Ίσως στην Ελλάδα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την έννοια μιας υπεραπόστασης σε βουνό, αφού (σχεδόν) τίποτα δεν είναι αξιοπρεπώς σηματοδοτημένο, τη στιγμή που δεν μπορεί να έχει καλό ίχνος. Κατ’ επέκταση, οι αμφιβόλου ίχνους διαδρομές δεν έχουν καμιά τύχη, αφού δεν χρησιμοποιούνται συστηματικά από τους –ελάχιστους είναι η αλήθεια- πεζοπόρους. Άρα, δεν έχουν τύχη τέτοιου είδους προσπάθειες σε ελληνικό έδαφος. Ας θυμηθούμε μόνο την περίπτωση των αποκαλούμενων «Διεθνών Μονοπατιών» Ε4 και Ε6, τα οποία διατρέχουν –στο χάρτη τουλάχιστον- την ελληνική επικράτεια, οριζόντια και κάθετα. Πρόκειται για μια προσπάθεια 20 και πλέον χρόνων, η οποία ούτε σωστά στήθηκε αλλά και δεν είχε την ανάλογη τύχη που προσδοκούσαν οι εμπνευστές του. Ήταν ίσως η μοναδική ευκαιρία να αναπτυχθεί η κουλτούρα της ορεινής πεζοπορίας στη χώρα μας αλλά δυστυχώς –όπως και τόσα άλλα βέβαια- πήγε χαμένη (σε κάποιο άλλο θέμα ίσως να άξιζε να ανοιχτεί ένας διάλογος για τα Μονοπάτια Ε4 & Ε6).

Δεν έχω εμπειρία από τα αμερικάνικα μονοπάτια και δεν μπορώ να πω περισσότερα, αφού τα γνωρίζω μόνο μέσα από κείμενα και φωτογραφίες. Είμαι βέβαιος όμως ότι αξίζει πραγματικά τον κόπο για έναν αμερικάνο λάτρη του trail running να ασχοληθεί με την καταγραφή μιας προσωπικής επίδοσης σε κάποιο από τα αμέτρητα “hightrails” για να παίξω με τον όρο “highways”. Όταν έχεις στα πόδια σου ένα τέτοιο δίκτυο μονοπατιών, με μήκος χιλιάδων χιλιομέτρων, τότε είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή να πάρεις την απόφαση και να τρέξεις πάνω τους. Η μαγεία της φύσης δεν κρύβεται μόνο μέσα στις στατικές εικόνες που αυτή μπορεί να μας προσφέρει αλλά και μέσα από την κίνηση. Εξάλλου ποιος δεν σταματά κάποιες στιγμές για να προσλάβει ακόμα και τέτοιες εικόνες?

Θα καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία από τις «διασχίσεις ταχύτητας» που είχα τη χαρά να βιώσω πριν από αρκετά χρόνια –και μάλιστα σε διαφορετικά ταξίδια μου στο Νεπάλ- μαζί με τον καλό μου φίλο, τον Δημήτρη Βενετικίδη. Η φιλοσοφία μας από τότε ήταν εκείνη του «κινούμαι όσο πιο γρήγορα μπορώ», βάζοντας συνεχώς σε δοκιμασία τις αντοχές μας, σε ένα παιχνίδι επιδόσεων, που μας έδινε ένα παραπάνω κίνητρο για να διασχίσουμε μεγάλες αποστάσεις στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, μέσα από πραγματικά μονοπάτια. Από μονοπάτια δηλαδή, που περπατιούνται καθημερινά τόσο από ντόπιους στις μετακινήσεις τους, όσο και από δυτικούς πεζοπόρους που θέλουν να γνωρίσουν έτσι, τη φύση, τους ανθρώπους και την κουλτούρα αυτής της χώρας.

Θα σταθώ στην πιο χαρακτηριστική μας διαδρομή στα Ιμαλάια, που έγινε το Νοέμβριο του 2000 και δεν είναι άλλη από τον περίφημο «Κύκλο του Ανναπούρνα» (“Round Annapurna”). Η συγκεκριμένη διαδρομή είναι από τις πλέον φημισμένες ανάμεσα στους ανά τον κόσμο trekkers, κάτι σαν «προσκύνημα» γι αυτή τη μερίδα των ανθρώπων. Εμείς θα πηγαίναμε εκεί για πρώτη μας φορά, άρα η λογική σκέψη ήταν να πάμε σιγά για να δούμε όσο περισσότερο και καλύτερα γίνεται, μια περιοχή που το πιο πιθανό δεν θα ξαναδούμε ποτέ στο μέλλον. Αποφασίσαμε το αντίθετο –και μάλιστα την τελευταία στιγμή- χωρίς ακόμα και σήμερα να το έχουμε μετανιώσει. Ίσως το κίνητρό μας να ήταν οι μέχρι τότε καταγεγραμμένες επιδόσεις κάποιων άλλων πεζοπόρων, για τις οποίες μάθαμε την ώρα που εκδίδαμε τις άδειες διέλευσης από την περιοχή αυτή. Ήταν μια απόλυτα ανθρώπινη αντίδραση, που στην ιστορία έχει κατ’ επανάληψη καταγραφεί.

Χρειαστήκαμε κάτι λιγότερο από 8 ημέρες για μια διαδρομή μεγαλύτερη από 250 χιλιόμετρα, χωρίς βέβαια να πάρουμε τόσο στα σοβαρά το εγχείρημά μας, αφού δεν υπήρξαν ολοκληρωτικά όροι αγωνιστικής διάσχισης, παρά μόνο αποσπασματικά. Κάποια ημέρα τη βαφτίσαμε «ημέρα ξεκούρασης», περιορίσαμε τις ώρες πορείας μόνο στη βάση του ημερήσιου φωτός, δεν είχαμε το ελάχιστο δυνατό βάρος στις πλάτες μας και φυσικά, δεν είχαμε θέσει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, απλά σκεφτήκαμε να πάμε πολύ γρήγορα. Η σύνοψη των δεδομένων που κρατήσαμε στο ημερολόγιό μας ήταν:

• 11-18 Νοεμβρίου 2000
• Μήκος διαδρομής 248km
• Ανάβαση +7700
• Καθαρή διάρκεια προσπάθειας, 52 ώρες


Ο Δημήτρης Βενετικίδης στα τελευταία μέτρα του Αυχένα "Thorung La" (La=διάσελο), στα 5400 μέτρα. Την 3η μέρα της πορείας μας στο Annapurna, είχαμε κιόλας διανύσει απόσταση 12 ημερών, σύμφωνα με τους πεζοπορικούς οδηγούς για την περιοχή

Η εμπειρία από τη διάσχισή μας αυτή, εννιά χρόνια μετά, μόνο ως θετική καταγράφεται στη συνείδησή μας. Τελικά οι πλούσιες εικόνες δεν βρίσκονται μόνο γύρω μας αλλά και μέσα μας. Συναρπαστική είναι μια περιοχή όχι μόνο για το φυσικό της περιβάλλον αλλά και για τις εμπειρίες που μας χάρισε. Είναι βέβαιο ότι το μονότονο τοπίο μιας ερήμου, γίνεται απείρως πιο συναρπαστικό όταν «ταξιδεύουμε» μέσα της την εμπειρία μιας αθλητικής προσπάθειας, ενός εγχειρήματος που μας φέρνει πέρα από τα όρια της τυπικής περιπέτειας, εκείνης που μπορεί να ζήσει ο μέσος ταξιδευτής. Εμείς καταφέραμε τότε να φτάσουμε στα δικά μας όρια και τώρα που κάνω αναπόφευκτα έναν ακόμα απολογισμό εκείνου του εγχειρήματος, νομίζω ότι έπρεπε να το πάμε ακόμα περισσότερο στα άκρα. Έπρεπε να περπατήσουμε πιο πολλές ώρες μέσα στο σκοτάδι, να κάνουμε λιγότερα διαλείμματα, να τρέξουμε περισσότερο…

Έπρεπε οι 7,5 μέρες να ήταν 4 μόνο! Ναι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, ακόμα κι αν κουβαλούσαμε 15 κιλά στην πλάτη, ακόμα κι αν φορούσαμε χοντρές αρβύλες trekking. Η «γεύση» που μας άφησε το Annapurna Rush ήταν μια από τις πιο αξέχαστες στις εξορμήσεις μας στα Ιμαλάια, το 1996 και το 2000 (η άλλη πιο αξέχαστη ήταν οι μέρες στις απομονωμένες περιοχές της οροσειράς, εκεί που δεν συναντούσαμε άλλους δυτικούς, παρά μόνο ντόπιους, εκεί που ήταν πραγματικά αυθεντικές οι εικόνες).

Όλα ξεκίνησαν βέβαια πολλά χρόνια νωρίτερα (1983-1984), από τότε που για μένα και τις συναναστροφές μου, οι ορεινές εξορμήσεις είχαν ενσωματώσει το στοιχείο της ταχύτητας, που για πολλούς αφαιρούσε τη μαγεία από τις εικόνες στο βουνό, άποψη που ποτέ δεν αποδέχτηκα. Εκείνο που μας ιντριγκάρησε στο Annapurna ήταν το πολύ συγκεκριμένο ανάπτυγμα της διαδρομής και το γεγονός ότι οι πεζοπορικοί οδηγοί (βιβλία) έδιναν μια συγκεκριμένη διάρκεια ημερών για τη διάσχισή της (περίπου 18-24) και μάλιστα με μηδενικά φορτία στην πλάτη (υποστήριξη βαστάζων). Η διάσχιση αυτού του τύπου αποκαλείται “inn-to-inn trek”, καθώς αξιοποιεί μικρά πανδοχεία που υπάρχουν στα χωριά κατά μήκος της διαδρομής. Ήταν ένα μικρό στοίχημα για το ντουέτο μας, που ήδη αλώνιζε τα μονοπάτια της οροσειράς εκεί και ένα μήνα.

Τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν μέσα μας, ήταν τέτοια που μας συνέπαιρναν και μας έδιναν την κινητήρια δύναμη για τη συνέχεια. Τα βράδια γινόταν ο πρόχειρος απολογισμός και ο εξίσου πρόχειρος σχεδιασμός της επόμενης μέρας. Εάν δεν είχαμε αυτό το κίνητρο της επίδοσης, θα έλειπε το πάθος, η εσωτερική φλόγα. Μια απλή πεζοπορία σε κρατά μακριά από τον εαυτό σου και χάνεσαι στις εικόνες τριγύρω, αποτελώντας ο ίδιος στο τέλος ένα τμήμα του εξωτερικού συνόλου. Θεωρώ εντελώς λανθασμένη την άποψη ότι όταν φτάνεις στα άκρα, χάνεις την επαφή με το περιβάλλον. Η ταχύτητα κίνησης εξάλλου είναι αρκετά αργή, ώστε να μην μπορεί κάποιος να παρατηρεί τριγύρω του. Τότε, το μικροπεριβάλλον αποκτά άλλη διάσταση, εκείνος ο θάμνος που ξεπροβάλλει στην άλλη στροφή είναι ο επόμενος στόχος, ο φυτεμένος βράχος μπροστά είναι το μεγάλο εμπόδιο, η άλλη ράχη που κατεβαίνει εκεί στο βάθος μπορεί και να φτάνεται στη μισή ώρα.

Στη διάσχιση ταχύτητας του Annapurna κερδίσαμε πολλά πράγματα, κυρίως μέσα μας, χωρίς να χάσουμε τις εξωτερικές εικόνες, αυτό δηλαδή που θα κερδίζαμε όταν θα κάναμε 17 αντί για 7 ημέρες. Ας υπολογίσουμε επιπλέον, ότι κάποιος που κινείται αργά σε υψόμετρα πάνω από 3000 μέτρα, είναι αναγκασμένος να ακολουθεί διαδικασία εγκλιματισμού, για την αποφυγή ενός μοιραίου πνευμονικού ή εγκεφαλικού οιδήματος. Όταν λοιπόν οι δυο μας βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το 5500 μέτρων πέρασμα της διαδρομής μας, το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να ξεκινήσουμε χαράματα από τη βάση του (3200μ) και να το «καταπιούμε» ολόκληρο σε μία και μόνο ημέρα (13 ώρες) μέχρι την άλλη του άκρη (3600μ). Η διαδικασία προσαρμογής θα μας ξόδευε πάνω από 3 ημέρες! Κερδίσαμε στο Annapurna μια ακόμα μάχη με τις αντοχές μας ή μπορεί και να τη χάσαμε όταν σκεφτήκαμε ότι είμαστε κουρασμένοι, αλλά μικρή σημασία έχει αφού στο τέλος η «γεύση» ήταν εκείνη της πληρότητας. Δεν ασχοληθήκαμε με όρια, εντάσεις και λεπτομέρειες υποστήριξης. Ο στόχος ήταν μπροστά κι όπου φτάσουμε μέχρι να νυχτώσει. Τρώγαμε ότι βρίσκαμε στα χωριουδάκια –εκτός από μερικά χάπια βιταμίνες και σκόνη ηλεκτρολυτών που κουβαλάγαμε μαζί μας. Στο τέλος, το έπαθλό μας ήταν ένα πιστοποιητικό για την (μέχρι τότε) πιο γρήγορη διάσχιση του “Round Annapurna Trek”, όπως αποκαλείται η διαδρομή αυτή. Ακόμα όμως και χωρίς αυτό, θα γυρίζαμε πίσω ικανοποιημένοι, έχοντας στο μυαλό μας ένα σωρό εικόνες του Annapurna, σίγουρα όχι λιγότερες από κάποιον που χρειάστηκε το διπλάσιο ή τον τριπλάσιο χρόνο για να το περπατήσει.

Το 2000, γυρνώντας από το Νεπάλ μετά από 2 μήνες εκεί, είχαμε «περπατήσει» τουλάχιστον 4 διαδρομές με παρόμοιο τρόπο και καταφέραμε να δούμε αμέτρητες εικόνες τόπων και ανθρώπων. Μπορώ να πω ότι οι διασχίσεις ταχύτητας, εκτός από μια συναρπαστική περιήγηση σε ορεινά περιβάλλοντα προσφέρουν και μια συναρπαστική διαδρομή στον ίδιο μας τον εαυτό, κάτι που ένας ultra-trailer μπορεί να καταλάβει πολύ καλά…

Κλείνοντας αυτή μου την παρέμβαση, θα ήθελα να αναφερθώ σε δυο γεγονότα που άλλαξαν τον ρου των εξελίξεων στις ορεινές διασχίσεις ταχύτητας και διαδραματίστηκαν στα Ιμαλάϊα:

1. Τα αδέρφια Richard & Andian Crane από τη Βρετανία, το 1983 ξεκίνησαν μια διάσχιση μήκους πάνω από 3250 χιλιόμετρα και 91.500 μέτρα ανάβαση, σε 101 ημέρες (κυκλοφόρησε βιβλίο λίγα χρόνια αργότερα) καλύπτοντας την απόσταση από το ιστορικό Darjeeling της Ινδίας, μέχρι το Rawalpindi του Πακιστάν. Τα χρόνια ήταν ακόμα περίεργα, χωρίς την εξέλιξη της τεχνολογίας στον εξοπλισμό και τη γενικότερη υποστήριξη του αθλητή. Η διάσχισή τους, όλη από μονοπάτια, ήταν unsupported και σε μεγάλο βαθμό με «πρωτόγονο» εξοπλισμό προφανώς (παπούτσια, σακίδια, όπως καταμαρτυρούν οι φωτογραφίες του συλλεκτικού βιβλίου που είχα την τύχη να ξεφυλλίσω στο βιβλιοπωλείο Pilgrims, στο Κατμαντού). Η διαδρομή που ακολούθησαν δεν μπορεί να θεωρηθεί στάνταρ, όπως τα μονοπάτια που διασχίζουν τις οροσειρές των ΗΠΑ, αφού τα συγκεκριμένα κατακερματίζονται συνεχώς σε κάθε κατεύθυνση, ενώνοντας μικρούς ή μεγαλύτερους οικισμούς μεταξύ τους. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιες κεντρικές αρτηρίες, που σταδιακά καταστρέφονται στα χρόνια μας από τη διάνοιξη αυτοκινητόδρομων.

2. Ο Γάλλος Bruno Poirier μαζί με τον συμπατριώτη του Paul-Eric Bonneau διέσχισαν το φθινόπωρο του 1994 από ανατολή σε δύση το Νεπάλ σε 32 ημέρες και σε μήκος περίπου 2100 χιλιόμετρα με ανάβαση 55.000 μέτρα. Μια ακόμα πιο αθλητική προσέγγιση του στόχου από εκείνη των πρωτοπόρων Crane. Δεν κατάφερα να βρω κάποιες αναφορές σχετικές με την προσπάθεια των Γάλλων στο διαδίκτυο ή κάπου αλλού για την ώρα. Μετά από αυτή τη διάσχιση, ο Poirier (ο «ιππότης του ανέμου» για τους Νεπαλέζους θαυμαστές του) έγινε διοργανωτής multi-day αγώνων στο Νεπάλ μετά το 2002 (Annapurna Mandala Trail, Himal Race), συμμετέχοντας μέχρι και σήμερα ο ίδιος σ αυτούς.

Επίμετρο

Από τις αρχές του 2000 αρκετοί αγώνες άρχισαν να εμφανίζονται στην οροσειρά των Ιμαλαΐων, με ξεκίνημα του Bruno με το multiday “Himal Race” (1000km) το 2002, μεσούντος του πολέμου των αριστερών ανταρτών με τα κυβερνητικά στρατεύματα της χώρας. Η ειρήνη γύρισε στο μικρό βασίλειο και οι αγώνες πλήθυναν, με την προσθήκη του Annapurna Mandala Trail και κάποιων ακόμα –ανάμεσά τους και ο πρόσφατος Solu Khumbu Trail, του καλού μας φίλου Dachhiri Dawa Sherpa. Δυστυχώς το Νεπάλ δεν είναι ΗΠΑ, για να προστατευθεί το πολιτιστικό κεφάλαιο που λέγεται «μονοπάτια». Στον Τρίτο Κόσμο, κεφαλαιώδους σημασίας είναι βασικά προβλήματα, όπως η αυξημένη θνησιμότητα κλπ. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η σταδιακή καταστροφή των μονοπατιών, με τη χάραξη δρόμων ακριβώς πάνω τους! Πρόσφατο παράδειγμα, η διάνοιξη δρόμου που θα ενώνει όλα (?) τα χωριά στην κοιλάδα του Marsyangdi στο Annapurna, το απίστευτο εκείνο μονοπάτι που είχα την τύχη να περπατοτρέξω το 2000.

Εύχομαι να καταφέρουμε να ανατρέξουμε σε ηλεκτρονικά αρχεία και να βρούμε πολύτιμες πληροφορίες για την «προϊστορία» του ορεινού τρεξίματος και των διασχίσεων ταχύτητας στις μεγάλες οροσειρές του κόσμου. Σίγουρα, έχουμε να διδαχθούμε πολλά.

Λάζαρος Ρήγος


Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Φόρουμ του Adventure Zone, στο θέμα του οποίου δανείστηκα τον τίτλο. Επέλεξα τη σημερινή ημέρα για να αναδημοσιεύσω το κείμενο, σαν φόρο τιμής στους Βρετανούς Richard & Andrian Crane, που σαν σήμερα 18/3 του 1983 ξεκινούσαν μια πρωτοποριακή προσπάθεια, που έμελλε να χαράξει την πορεία των μεγάλων ορεινών διασχίσεων στις μεγάλες οροσειρές του πλανήτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets