28 Μαΐου 2011

Οι πραγματικοί πρωτοπόροι: Η απίστευτη ιστορία χρονομέτρησης στον Όλυμπο του 1933!

Η φιλολογία των ημερών έχει φέρει στην επιφάνεια το θέμα της ανάβασης ταχύτητας του Ολύμπου, με αφορμή την κυοφορούμενη προσπάθεια του Ισπανού Kilian Jornet, που θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο σε λίγες ημέρες από σήμερα. Άραγε γνωρίζουμε την ιστορία των αναβάσεων ταχύτητας στο «βουνό των θεών»? Είναι ο 23χρονος Ισπανός, ο πρώτος αθλητής/ορειβάτης που θα επιχειρήσει μια ανάβαση ταχύτητας από τη βάση, μέχρι την κορυφή του Ολύμπου? Πρόσφατα συναντήθηκα τυχαία στο δρόμο με τον Λιτοχωρίτη ιστορικό ερευνητή Σωτήρη Μασταγκά, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια «ανασκάπτει» με πολύ μεράκι αρχεία και βιβλιοθήκες, στην προσπάθειά του να φέρει στην επιφάνεια το πλούσιο –ελέω Ολύμπου κυρίως- παρελθόν του τόπου. Ο καλός φίλος, μου ανακοίνωσε περιχαρής ότι βρήκε μια σημαντική είδηση απ τα παλιά, που ήταν βέβαιος ότι θα με ενδιέφερε. Δεν χρειάστηκε να ακούσω παραπάνω από την πρώτη πρότασή του, για να με κυριεύσει ο ενθουσιασμός και να πειστώ ότι είχε απόλυτο δίκιο. Βρισκόμουν μπροστά σε μια πληροφορία που είμαι πεπεισμένος ότι ισοδυναμεί με την αποκάλυψη ενός βασιλικού τάφου στο χώρο της αρχαιολογίας: κάποιοι επιχείρησαν χρονομετρημένη ανάβαση στον Όλυμπο, το 1933 !!! Απίστευτο, όμως αληθινό.


Η είδηση προέρχεται από την εφημερίδα ΦΩΣ της Θεσσαλονίκης, η οποία στο φύλλο της 19.10.1933 δημοσίευσε το άρθρο που υπογράφει ένας από τους πρωταγωνιστές της σχεδόν απίστευτης αυτής ιστορίας, που χρονολογείται από το 1933! Το γεγονός, το οποίο ουδείς πιστεύω έχει την υποψία ότι στερείται προθέσεων, αποτελεί με βεβαιότητα την προϊστορία των αναβάσεων ταχύτητας στην Ελλάδα και σε μεγάλο βαθμό και του ορεινού τρεξίματος, παρά το γεγονός της μέτριας με σημερινά κριτήρια επίδοσης. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι τα μέλη της ομάδας αυτής υπολείπονταν σε πάρα πολλά από μια αντίστοιχη σημερινή προσπάθεια.

Ας αφήσω όμως το κείμενο του Ιορδάνη Π. Παπάζογλου, ο οποίος είναι και το κεντρικό πρόσωπο αυτής της ιστορίας, να αφηγηθεί τη μικρή αλλά πρωτοπόρα αυτή προσπάθεια:

«Στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Μια τολμηρή ανάβασις δύο Θεσσαλονικέων ορειβατών»


Προτού ιδρυθεί ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσμος με τα 25 ανά την Ελλάδα τμήματά του, η ανάβασις του Ολύμπου ήταν, αν όχι τελείως αδύνατη, αλλά κάτι το σπουδαιότατο. Συν τω χρόνω όμως οι οριεβάται μας με τας τακτικάς των εκδρομάς και την πείρα που απέκτησαν εξ αυτών, απλοποίησαν όλα αυτά. Ιδίως το τμήμα Θεσσαλονίκης του ΕΟΣ, το μεγαλύτερο των βορείων τμημάτων και το πλησιέστερο στον Όλυμπο έχει σχεδόν κάθε μήνα στο πρόγραμμά του και μίαν ανάβαση απ τις «σαράντα δύο του κορφές». Μάλιστα τώρα που κτίστηκε εκεί πάνω σε 2100 μ. ύψος ένα υπέροχο καταφύγιο και επιπλώθη καταλλήλως, αι αναβάσεις πήραν φόρα και τον χειμώνα. Φέτος προμηνύεται μεγάλη κίνησις τον χειμώνα με τους σκιέρ, οι οποίοι θα προπονούνται για τους βαλκανικούς αγώνας χιονοδρομιών (ski) που θα εκτελεσθούν στο Βέρμιον.


Η ανάβασις του Μύτικα, της υψηλοτέρας κορυφής του Ολύμπου (2918 μ.) εκτελείται σε 2,5 ή 3 ημέρας με δύο διανυκτερεύσεις στο βουνό, μια στο Άσυλον των Μουσών (Σπηλιά) ύψος 1870 και μια στο καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. ύψος 2100 μ. ή στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, ύψος 800 μ.


Μία ομάς από νεαρά παιδιά του τμήματος Θεσσαλονίκης σκέφθηκε: «Γιατί τάχα να μη δοκιμάσουμε τον Μύτικα σε μια μέρα κι έτσι να ιδρυθή ένα χρονικό ρεκόρ αναβάσεως του Ολύμπου;» Κι ευθύς σχηματίσθηκε μια ομάς, αυτή η ενθουσιώδης. Αλλά όσο το σκέφθηκαν αποτραβιόντουσαν ένας-ένας, ώσπου την τελευταία μέρα δεν έμειναν παρά μόνο δύο και ανεβλήθη η εκδρομή για μια εβδομάδα ακόμη. Εζητήθησαν συννετοχαί κι από άλλας πόλεις. Απ την Κατερίνη εδήλωσαν δύο. Και όντως το περασμένο Σάββατο έφευγαν.


Σε λίγο αρχίζει η απότομη ανηφόρα του Μπάρμπα. Είναι πολύ κουραστική. Εδώ αρχίζει να φέγγη η μέρα. Δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την ανατολή, γιατί ο ουρανός σκεπάστηκε με σύννεφα. Όπως ανεβαίναμε, βρεθήκαμε μέσα σ αυτά.


Ώρα 8 ½ το πρωί είμαστε στη Σπηλιά (το Άσυλον των Μουσών). Είναι η θερινή διαμονή του ζωγράφου Ιθακησίου. Ο καλός άνθρωπος έχει χαράξη με χρυσά γράμματα τα ονόματα των 9 Μουσών σε διάφορες τοποθεσίες της Σπηλιάς. Καθόμαστε να τσιμπήσουμε λιγάκι και να αναπαυθούμε. Μέχρις εδώ απ το Λιτόχωρο κάναμε 4,5 ώρες.

Ορειβατική παρέα με αστυφύλακα στον Όλυμπο (δεκαετία 1920?)
 Ξεκινούμε και πάλι. Όταν φθάσαμε σε 2000 μέτρα ύψος, το σύννεφο, μέσα στο οποίο βαδίζαμε προηγουμένως, άρχισε να αραιώνεται και σε λίγο βρήκαμε και ήλιο. Κατευθυνθήκαμε προς την κορυφή Στεφάνι ύψος 2911 μ., όπου όλη η πλαγιάπρος τη βάση ήτο κάτασπρη. Στην πρώτη λακούβα πέσαμε στο χιόνι σαν σε μια όαση μεσ’ την έρημο. Συνεχίζουμε την ανάβαση. Αίφνης ένα κοπάδι αγριοκάτσικα τρομαγμένο, μόλις μας είδε, φεύγει ολοταχώς. Από βράχο σε βράχο άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το Θρόνο του Διός. Η κορυφή Στεφάνι είναι από τις πιο απότομες του Ολύμπου και σχεδόν απρόσιτη, είναι ολόρθο τείχωμα κι έχει σχήμα βεντάλιας. Την περάσαμε αυτήν κι έπειτα από ένα ραχόνι σαν τη Σκούρτα φθάσαμε στη βάση του Μύτικα. Είναι η ψηλότερη κορυφή, σχεδόν κάθετη. Εδώ αρχίζει η πραγματική αναρρίχηση. Από τη συνεχή και αιώνια συστολή και διαστολή που υποφέρουν οι πέτρες εκεί πάνω τις νύχτες με το δριμύ ψύχος και τη μέρα με τον καυτερό ήλιο των 3000 μέτρων, οι βράχοι σάπισαν κι έγιναν σαν παξιμάδια. Πουθενά δεν είναι στερεό.


Στας 3:08’ το απόγευμα πατάμε στη σουβλερή κορυφή του Μύτικα. Από ενθουσιασμό αγκαλιάζουμε και φιλάμε το υψόμετρο.


Απ’ εκεί αρχίζει μια κατηφόρα που μας οδηγεί στο Σταυρό, όπου ανατέλει και το φεγγάρι.


Φεύγουμε βιαστικοί χωρίς να σταματήσουμε. Στας 11:25’ νύχτα της Κυριακής φθάνουμε στο Λιτόχωρο. Υπολογίζουμε τις ώρες. Είχαμε κάνει εν όλω 19,5 ώρες. Ανάβασις και κατάβασις 14,5 καθαρές και 5 ώρες οι σταθμοί και αι αναπαύσεις. Ύστερα από δυο νύχτες αϋπνίας κοιμηθήκαμε 3 ώρες στο χωριό και το πρωί στις 4:30 πήραμε το τραίνο για να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη.


Συμπεραίνω ότι η ανάβασις του Ολύμπου μπορεί να γίνεται έτσι, αλλά χρειάζεται καλή προπόνησι στας αναβάσεις και τέλεια γνώσις του Ολύμπου."



Βοσκοί στον Όλυμπο το 1915 (Φωτο: F. Boissonas)

Να πω καταρχήν ότι υπάρχουν αρκετά κενά στην ιστορία, που δυστυχώς δεν καλύπτονται από το γλαφυρό κείμενο του αρθρογράφου και (μάλλον) εμπνευστή της προσπάθειας, Ιορδάνη Παπάζογλου και τα οποία θα επισημάνω εδώ, με την υπόσχεση στον εαυτό μου ότι σύντομα θα αναζητήσω περισσότερα στοιχεία και πειστήρια από αυτό το απίστευτο γεγονός.

1. Πότε ακριβώς έγινε η προσπάθεια? Στο κείμενό του ο Παπάζογλου αναφέρει «…το περασμένο Σάββατο έφευγαν…». Αν όντως το κείμενο δημοσιεύτηκε λίγες μόλις μέρες μετά το εγχείρημα και η λέξη «περασμένο» έχει ακριβή σημασία, τότε η προσπάθεια ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το Σάββατο 13 Οκτωβρίου 1933.

2. Τι καιρικές συνθήκες αντιμετώπισαν? Το φθινόπωρο είχε ήδη προχωρήσει στα μέσα Οκτωβρίου και μάλλον η ομάδα συνάντησε αρκετό κρύο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η βάση του Στεφανιού ήταν χιονισμένη ομοιόμορφα «…όλη η πλαγιά προς τη βάση ήτο κάτασπρη…». Αυτό το «όλη» υποδηλώνει φθινοπωρινή χιονόπτωση που κρατά άλιωτο το χιόνι στα βορεινά ανήλια του Στεφανιού. Η μέρα πρέπει να ήταν μια τυπική φθινοπωρινή γλυκιά μέρα, με την ανάλογη ψύχρα στο υψόμετρο. Δεν γίνεται πουθενά αναφορά για ακραίες συνθήκες ή απότομες αλλαγές του καιρού.

3. Πόσοι και ποιοι απάρτιζαν την ομάδα? Στο κείμενο γίνεται λόγος για ένα μικρό πλήθος που σιγά-σιγά διαλύθηκε: «…δεν έμειναν παρά μόνο δύο…». Όμως, έγιναν επαφές και στο τέλος βρέθηκαν και δύο ακόμα: «…απ την Κατερίνη εδήλωσαν δύο…». Παρόλα αυτά, ο υπότιτλος του άρθρου στο ΦΩΣ μιλά για «δύο Θεσσαλονικείς ορειβάτες». Είναι πιθανό όμως, η εφημερίδα να έδωσε έμφαση στην εντοπιότητα κάποιων εκ των μελών της ομάδας. Άρα, μιλάμε για τέσσερις, το πιο πιθανό. Τα ονόματα δεν γίνονται ωστόσο γνωστά μέσα απ το άρθρο, υποβαθμίζοντας έτσι την αξία της προσπάθειας, σε μια «εκδρομική» εξόρμηση.

4. Πόσο ακριβής ήταν η επίδοση των 19:30 ωρών? Μοιάζει να είναι πέρα για πέρα ακριβής, αν λάβουμε υπόψη μερικές αναφορές στο κείμενο, όπως ότι το φως της μέρας τους βρήκε «…στου Μπάρμπα», δηλαδή περίπου 3 ώρες μετά την εκκίνηση, κατά τις 7 στα μέσα Οκτωβρίου. Αν η εκκίνηση ήταν στις 4 τα ξημερώματα και τερμάτισαν την προσπάθεια στις 23:25, τότε όντως έκλεισαν 19,5 ώρες στο μονοπάτι. Από την αναφορά του Παπάζογλου στο τέλος του άρθρου, σχετικά με την κατανομή του χρόνου που διατέθηκε, μαθαίνουμε ότι 5 ώρες ξοδεύτηκαν σε διαλείμματα, άρα ήταν σχετικά χαλαρή η αθλητική προσπάθεια, που είχε περισσότερο στόχο να πετύχει το «αυθημερόν» στο ανέβα-κατέβα του Ολύμπου, κάτι που μάλλον φάνταζε –και ήταν- κατόρθωμα για την εποχή εκείνη. Η ομάδα έφτασε στις 15:08 στο Μύτικα, δηλαδή 11 ώρες. Κι όμως χρειάστηκαν μόλις 4:30 για να φτάσουν στη «Σπηλιά Ιθακήσιου», η οποία είναι στα 2/3 της απόστασης. Προφανώς επιβράδυναν στη συνέχεια, διαπιστώνοντας ότι έχουν κερδίσει πολλή απόσταση σε λιγότερο από το αναμενόμενο. Υποθέτω ότι ξοδεύτηκε πολύς χρόνος στο Λούκι του Μύτικα, εκεί όπου υπήρχαν και οι αντικειμενικές δυσκολίες. Εξάλλου η ανάβαση στο Λούκι ήταν τότε ένα ταμπού, όπως ταμπού ήταν και το διήμερο (τουλάχιστον) για την ανάβαση και κατάβαση του βουνού.

5. Ποια διαδρομή ακολούθησε η ομάδα? Από το Λιτόχωρο, το παλιό μονοπάτι ανέβαινε στο Σταυρό, στη Μπάρμπα, Πετρόστρουγκα, Σκούρτα, Οροπέδιο, Στεφάνι, Ζωνάρια, Λούκι. Αυτή ήταν και η διαδρομή της επιστροφής επίσης, αφού ο Παπάζογλου αναφέρει για «…μια κατηφόρα που μας οδηγεί στο Σταυρό…».

6. Τι εξοπλισμό διέθεταν? Προφανώς είχαν βαριά ορειβατικά άρβυλα και την αντίστοιχη ορειβατική ένδυση. Η απουσία ενδιάμεσης υποστήριξης τους ανάγκασε με βεβαιότητα να μεταφέρουν αρκετά τρόφιμα, ώστε να τα καταφέρουν για μια ολόκληρη μέρα. Το βουνό ήταν έρημο, χωρίς καταφύγια, με εξαίρεση το νεόδμητο καταφύγιο-καλύβα στο Μαυρόλογγο και το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στη χαράδρα του Ενιπέα, που καταστράφηκε κι ερήμωσε μερικά χρόνια αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η ομάδα είχε σχέση με τον αθλητισμό –ήταν σκιέρ- δεν μπορούσαν να διαθέτουν κάτι ελαφρύτερο από τον τυπικό ορειβατικό εξοπλισμό της εποχής. Μου προξενεί εντύπωση, πώς κατάφεραν να κινηθούν τουλάχιστον επί τρεις ώρες το πρωί κι άλλες πέντε το βράδυ μέσα στα σκοτάδια, με τους υποτυπώδεις φακούς που διέθεταν. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός.

7. Ποιο ήταν το κίνητρό τους? Αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο ερώτημα! Η σχέση τους με τον αθλητισμό (χιονοδρομία) αποτέλεσε την αιτία των αναζητήσεών τους, αναφορικά με τη χρονομέτρηση μιας ανάβασης στον Όλυμπο. Η φράση που αποτελεί το σημείο αναφοράς στο κείμενο του Παπάζογλου, είναι φυσικά το «…να ιδρυθή ένα χρονικό ρεκόρ αναβάσεως του Ολύμπου…». Στην απόφασή τους πρέπει να έπαιξε ρόλο και κάποια άμιλλα που αναπτύχθηκε την πρώτη εκείνη δεκαετία της απελευθέρωσης των αναβάσεων στον Όλυμπο, μετά την πλήρη εξάλειψη της ληστείας εκεί. Ο Όλυμπος αποτελούσε από τότε τη σημαντικότερη σκηνή της ελληνικής ορειβασίας. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου, να γεννηθεί η πρόκληση του χρονομέτρου, που φυσικά δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από ανθρώπους που ήταν αθλητές και είχαν στενή σχέση με τη διαδικασία αυτή, όπως η ομάδα Παπάζογλου. Το όριο (πήχης) της εποχής βρισκόταν στο διήμερο και μια πιθανή ανάβαση/κατάβαση μέσα στο ίδιο 24ωρο, θα αποτελούσε μια σπουδαία επίδοση.

8. Γιατί δεν συνεχίστηκε η προσπάθεια αναβάσεων ταχύτητας στον Όλυμπο? Καταρχήν είναι άγνωστο τι ακολούθησε στις επόμενες δεκαετίες μέχρι την επόμενη ιστορικά καταγεγραμμένη, το 1990. Προφανώς όμως, η συνέχιση αυτής της προσπάθειας θα ερχόταν αν υπήρχε ο συναγωνισμός, η παρακίνηση και για κάποιους άλλους. Όμως η ιδέα μιας χρονομετρημένης ανάβασης στην κορυφή ενός βουνού, ήταν τόσο πρωτοποριακή το 1933, που βρισκόταν στη σφαίρα του αλλόκοτου ή του bizarre (αξιοπερίεργου).

Επίλογος

Η προσπάθεια της «Ομάδας Παπάζογλου» (ας την αποκαλέσω έτσι για να κωδικοποιηθεί κάπως το εγχείρημα) ήταν μια ξαφνική λάμψη στο σκοτάδι. Ένα γεγονός μεμονωμένο, που δεν είχε προηγούμενο αλλά ούτε και συνέχεια στα επόμενα χρόνια, ούτε από τους ίδιους αλλά ούτε και από άλλους. Η προσπάθεια πέρασε στη λήθη, χωρίς να καταφέρει να βρει μιμητές ή να παρακινήσει μερίδα του ορειβατικού κόσμου προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν ωστόσο ένα δείγμα έμπνευσης, που αποδεικνύει σήμερα, πολλές δεκαετίες αργότερα, ότι κάποια στιγμή το καθετί θα εφευρεθεί, απλά είναι θέμα χρόνου. Οι αναβάσεις ταχύτητας και οι αερόβιες προσπάθειες αντοχής στα βουνά, ήρθαν διεθνώς στο προσκήνιο, περίπου στη δεκαετία του 60. Είναι πιθανό και σε κάποια άλλα βουνά, κάποιοι να σκέφτηκαν να τρέξουν μ ένα ρολόι στο χέρι αλλά ήταν πολύ νωρίς για να δημιουργήσουν μια τάση. Ακόμα δεν είχαν κατακτηθεί οι ψηλότερες και δυσκολότερες κορυφές του κόσμου και όλο το βάρος έπεφτε στην προσπάθεια εξερεύνησης και πρώτης ανάβασής τους. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος ακόμα για να ωριμάσει η ιδέα ότι η επόμενη ιδέα στα βουνά είναι το τρέξιμο.

1 σχόλιο:

PiciFriki είπε...

απίστευτο! δε το ξερα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets